δυσξύμβλητος
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
δυσξύμβλητον, hard to understand, Corn.ND28, D.C.56.29.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσσ- D.C.56.29.2
difícil de comprender τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.ND 28, τέρατα D.C.l.c.
German (Pape)
[Seite 685] 1) schwer zu vereinigen, Artemid. 4, 56. – 2) schwer zu errathen, unverständlich; τέρατα Dio Cass. 56, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δυσξύμβλητος: -ον, δυσκόλως ἑνούμενος, διάφ. γρ. παρ’ Ἀρτεμιδ. 4. 56. ΙΙ. δυσνόητος, ἀκατανόητος, Δίων Κ. 56. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσξύμβλητος, -ον)
δυσνόητος
αρχ.-μσν.
αυτός που δύσκολα συνεννοείται ή συνδιαλλάσσεται.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий