εορτή

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source

Greek Monolingual

και γιορτή, η (AM ἑορτή)
1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος
2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων
3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι
4. φρ. «κατόπιν ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν αργά, μετά τα γεγονότα
νεοελλ.
φρ.
1. «ονομαστική εορτή» — η ημέρα που γιορτάζει ο άγιος του οποίου το όνομα έχει κάποιος
2. «εθνική εορτή» — γιορτή που καθιερώνεται από την πολιτεία σε ανάμνηση σημαντικού ιστορικού γεγονότος
αρχ.
διασκέδαση, ψυχαγωγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -Fορ-τā, η δασύτητα πιθ. από το F-. Ο ομηρ., αττ. τ. εορτή συνδέεται με τους τ. έροτις, έρανος, ο δε ιων. τ. ορτή προήλθε από τον τ. εορτή με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός > νοσσός).
ΠΑΡ. εορτάζω
αρχ.
εορταίος, εορτικός, εορτώδης, ορτάζω
αρχ.-μσν.
εόρτιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. εορτοδρόμιος
νεοελλ.
εορτολόγιο. (Β' συνθετικό) φιλέορτος.