ζωγραφικός
English (LSJ)
ζωγραφική, ζωγραφικόν, skilled in painting, Pl.Tht.145a, X.Smp.4.21: ἡ ζωγραφική (sc. τέχνη) the art of painting, D.S.14.46; connected with painting, used by painters, γένη BGU10.11 (ii A.D.); ἀσβολή Dsc.5.162. Adv. ζωγραφικῶς S.E.M.11.255.
German (Pape)
[Seite 1142] ή, όν, im Malen erfahren, Plat. Theaet. 145 a; ἡ ζ., sc. τέχνη, Malerkunst, D. Sic. 14, 46; ζωγραφικῶς, Schol. Il. 3, 327.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à peindre ; ἡ ζωγραφική (τέχνη) l'art de la peinture.
Étymologie: ζωγράφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωγραφικός -ή -όν [ζωγραφία] bedreven in schilderen.
Russian (Dvoretsky)
ζωγρᾰφικός: умеющий писать с натуры, искусный в живописи Plat.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ζωγραφικός, -ή, -όν) ζωγράφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική
(ενν. τέχνη)
μία από τις εικαστικές τέχνες, που έχει ως έργο την αναπαράσταση πάνω σε μια επιφάνεια προσώπων, ζώων ἡ πραγμάτων
νεοελλ.
1. αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά, πιστά, ο παραστατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζωγραφικά
η αμοιβή του ζωγράφου για την εκτέλεση ενός ζωγραφικού πίνακα
αρχ.
αυτός που είναι έμπειρος στο ζωγράφισμα.
επίρρ...
ζωγραφικά και ζωγραφικώς (AM ζωγραφικῶς)
από ζωγραφική άποψη ή κατά ζωγραφικό τρόπο, ζωγραφιστά.
Greek Monotonic
ζωγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που διαθέτει επιτηδειότητα ή ταλέντο στη ζωγραφική, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρᾰφικός: -ή, -όν, ἔμπειρος πρὸς τὸ ζωγραφεῖν, Πλάτ. Θεαιτ. 145Α, Ξεν. Συμπ. 4, 21· ἡ ζωγραφικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν, Διόδ. 14. 46. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 255.
Middle Liddell
ζωγρᾰφικός, ή, όν
skilled in painting, Plat., Xen. [from ζωγράφος