Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθομιλέω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθομῑλέω Medium diacritics: καθομιλέω Low diacritics: καθομιλέω Capitals: ΚΑΘΟΜΙΛΕΩ
Transliteration A: kathomiléō Transliteration B: kathomileō Transliteration C: kathomileo Beta Code: kaqomile/w

English (LSJ)

A conciliate by daily intercourse, win the favour of, τοὺς γνωρίμους Arist.Pol.1315b4, cf. Plu.2.52e, Caes.15, App.BC5.63: c. dat., κ. τῷ πλήθει (nisi leg. τὰ πλήθη) D.S.14.70; κ. τοὺς καιρούς Ath.12.513b, v.l. in Sch.Ar.Ra.1001, v.l. in Suid. s.v. ἀγχίστροφοι (nisi leg. τοῖς καιροῖς, as in Sch.Ar.Ra.47, 546):—Pass., ὑπὸ Δημάδου καθομιληθείς D.S.16.87.
II Pass., to be used in daily intercourse, to be current, especially in pf. part. Pass., ἡ καθωμιλημένη δόξα Plb.10.5.9; κ. φράσεις Phld.Rh.1.161S.; κ. ὄνομα Alex.Aphr.in Mete.7.9, cf. Antig.Mir.8; also Σαρδόνιος γέλως καθωμίληται has become a proverb, Dsc.Alex.14: c. dat., νόμοι οὐ -μένοι τῷ τῶν πολλῶν ἔθει which have nothing to do with... Max.Tyr.23.2.

German (Pape)

[Seite 1288] = simplez, Sp., bes. durch seinen Umgang, durch Unterhaltung zu gewinnen suchen, für sich einnehmen, τινά, τοὺς μὲν γνωρίμους καθομιλεῖν, τοὺς δὲ πολλοὺς δημαγωγεῖν Arist. pol. 5, 11; Ath. XII, 535 e; τοὺς καιρούς, sich in die Zeit schicken, ibd. 513 b u. sonst; pass., Φίλιππον ὑπ ὸ τοῦ Δημάδο υ καθομιληθέν τα ταῖς Ἀττικαῖς χάρισιν D. Sic. 16, 87. – Aber ἡ καθωμιλημένη δόξα περὶ αὐτοῦ ist die über ihn verbreitete Ansicht, Pol. 10, 5, 9; so bei Gramm. καθωμίληται ἡ λέξις, ist gebräuchlich, Greg. Cor. p. 353; auch von dem, was sprichwörtlich geworden.

French (Bailly abrégé)

καθομιλῶ :
se concilier par des relations, par des entretiens.
Étymologie: κατά, ὁμιλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ομιλέω voor zich winnen:. τοὺς μὲν γνωρίμους καθομιλεῖν de notabelen voor zich winnen Aristot. Pol. 1315b4.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθομῑλέω:
1 склонять на свою сторону (беседами), стараться расположить к себе (τοὺς γνωρίμους Arst.; καθομιληθεὶς ταῖς χάρισί τινος Diod.);
2 (тж. κ. ἑαυτόν Plut.) снискивать расположение, приспособляться (τῷ πλήθει Diod.);
3 (только pass.) распространять, делать всеобщим: καθωμιλημένη δόξα Polyb. общепринятое мнение.

Greek (Liddell-Scott)

καθομῑλέω: μέλλ. -ήσω, ἑλκύω διὰ τῆς καθ’ ἡμέραν συναναστροφῆς, κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος, τοὺς γνωρίμους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 33. πρβλ. Πλούτ. 2. 52Ε, καὶ ἐν Καίσ. 15 (ἔνθα ἄλλοτε καθωμάλισε ἀντὶ καθωμίλησε), Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 63· ὡσαύτως μετὰ δοτ., καθομιλῶ τῷ πλήθει, ἔρχομαι εἰς συγκοινωνίαν, σχετίζομαι μετὰ τοῦ λαοῦ, Διόδ. 14. 70· οὕτω, καθ. τοὺς καιροὺς ἢ τοῖς καιροῖς, φέρεσθαι κατὰ τὰς περιστάσεις, Λατ. inservire temporibus, Ἀθήν. 513Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 47, 546, 1001: - Παθ., ὑπὸ Δημάδου καθομιληθεὶς Διόδ. 16. 87. ΙΙ. Παθ., ἡ καθωμιλημένη δόξα, ἡ διαδεδομένη παρὰ τοῖς πολλοῖς δοξασία, Πολύβ. 10, 5, 9· ὑφ’ ἧς ὁ σαρδόνιος γέλως οὐκ εὐφήμως ἐν τῷ βίῳ καθωμίληται, κατήντησε παροιμιώδης, Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμακ. 14· - Ἐπίρρ. καθωμιλημένως Εὐστ. Πονημ. 302. 29. - Περὶ τοῦ καθωμίληται καὶ καθωμιλημένη γλῶσσα ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 1.

Greek Monotonic

καθομῑλέω: μέλ. —ήσω, ελκύω μέσω της καθημερινής συναναστροφής, αποκτώ, κερδίζω την εύνοια κάποιου, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to conciliate by daily intercourse, to win the favour of, Arist.