κατακοσμέω
ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)
English (LSJ)
A set in order, arrange, ἐπὴν… δόμον κατακοσμήσησθε Od.22.440; ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν was fitting it on the string, Il.4.118; πόλιν καὶ ἰδιώτας κ. v.l. in Pl.R. 540b; εἰς τάξιν κ. τινὰ πρὸς ἄλληλα Id.Ti.88e:—Med., κ. εἰς τὴν γνώμην τινός Plu. Comp.Per.Fab.3:—Pass., Pl.R. 560a, Lg.685d; ὅπως πεπαινόμενον τὸ ἦθος δύναιτο -κοσμεῖσθαι Diotog. ap. Stob.4.1.96, cf. 133.
2 fit out, equip, ὅπλοις κατακεκοσμημένος X.Hier.11.3; σεμνοτέροις πράγμασι Ar.V.1473 (lyr.); κ. τινὰ οἷον ἄγαλμα adorn, Pl.Phdr.252d.
II reduce to order, regulate, Plu.Num.14; ἑαυτούς Id.Rom.23:—Pass., Pl.Plt. 273a.
German (Pape)
[Seite 1355] in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung, Il. 4, 118; im med., ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, Od. 22, 440; κατὰ ξυγγενείας εἰς τάξιν πρὸς ἄλληλα Plat. Tim. 88 e; πόλιν καὶ ἰδιώτας ἐν μέρει ἑκάστους Rep. VII, 540 b; τὴν διάνοιαν, sammeln, Plut. Brut. 13, med., πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten, Comp. Per. 3; – ausschmücken, οἷον ἄγαλμα Phaedr. 252 d; ὅπλοις Xen. Hier. 11, 3; bewaffnen, Pol. 3, 114, 1; übertr., βουλόμενος τον φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασι Ar. Vesp. 1473; Sp., κατακοσμοῦντες ἑαυτούς, ehren, Plut. Rom. 23.
French (Bailly abrégé)
κατακοσμῶ :
I. arranger, mettre en ordre, d'où
1 ajuster : ὀϊστὸν ἐπὶ νευρῇ IL un trait sur la corde d'un arc;
2 mettre en bon ordre, ordonner, acc.;
II. garnir, équiper ; munir de, τινι;
Moy. κατακοσμέομαι, κατακοσμοῦμαι;
1 mettre en ordre, ordonner, acc.;
2 se régler sur, se conformer à, avec πρός et l'acc..
Étymologie: κατά, κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κοσμέω ordenen, regelen:; ἐπὶ νευρῇ κατέκοσμει ὀϊστον hij legde de pijl zorgvuldig op de pees Il. 4.118; πόλιν κ. de staat ordenen Plat. Resp. 540b; εἰς τάξιν κ. πρὸς ἄλληλα opstellen in de gewenste volgorde ten opzichte van elkaar Plat. Tim. 88e; κ. τοὺς προστυγχάνοντας de omstanders tot de orde brengen Plut. Num. 14.2; ook med. in orde brengen, opruimen:; πάντα δόμον κ. het hele huis opruimen Od. 22.440; zich schikken:. κατεκοσμοῦντο πᾶντες εἰς τὴν ἐκείνου γνώμην zij schikten zich allen naar zijn mening Plut. Fab. 30.3. uitdossen, versieren:; κ. τινὰ οἷον ἄγαλμα iem. versieren als een standbeeld Plat. Phaedr. 252d; voorzien van, met dat.: τὸν φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασιν zijn vader voorzien van waardiger bezigheden Aristoph. Ve. 1473.
Russian (Dvoretsky)
κατακοσμέω:
1 прилаживать (ὀϊστὸν ἐπὶ νευρῇ Hom.);
2 med. приводить в порядок, убирать (δόμον Hom.);
3 устраивать, организовывать (πόλιν καὶ ἰδιώτας ἑκάστους Plat.): κ. τὴν διάνοιαν Plut. владеть собой;
4 убирать, украшать (τινα οἷον ἄγαλμα Plat.; τινα σεμνοτέροις πράγμασιν Arph.);
5 оснащать, вооружать (ὅπλοις τοῖς ἐκπαγλοτάτοις Xen.; σκύλοις πάντας Polyb.);
6 готовить, приучать (κατακοσμούμενος εἴς τι Plat.);
7 med. приспособляться, присоединяться (εἰς τὴν γνώμην τινός Plut.);
8 призывать к порядку (τοὺς προστυγχάνοντας Plut.): κ. ἑαυτόν Plut. быть сдержанным.
English (Autenrieth)
mid. aor. subj. κατακοσμήσησθε: put in order, Od. 22.440; ‘fitted,’ Il. 4.118.
Greek Monotonic
κατακοσμέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. ρυθμίζω, βάζω σε τάξη ή σε σειρά, τακτοποιώ, σε Ομήρ. Οδ. (στη Μέσ.)· ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει ὀϊστόν, το τοποθέτησε, το προσάρμοσε στην χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εφοδιάζω εντελώς, προμηθεύω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. επαναφέρω στην τάξη, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακοσμέω: βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, ἐπὴν... δόμον κατακοσμήσησθε Ὀδ. Χ. 440· ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμεε πικρὸν ὀϊστόν, προσήρμοζεν, ἐτοποθέτει τὸ βέλος ἐπὶ τῆς νευρᾶς, Ἰλ. Δ. 118· πόλιν καὶ ἰδιώτας κ. Πλάτ. Πολ. 540D· εἰς τάξιν κ. τινα πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 88Ε· τὸ ἦθος Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 49· τὴν διάνοιαν Πλουτ. Βροῦτ. 13.― Μέσ., Πλάτ. Πολ. 560Α, Νόμ. 685D· κατακοσμεῖσθαι πρὸς τὴν γνώμην τινός, συντάσσομαι, ῥυθμίζομαι πρὸς τὴν γν., Πλουτ. Σύγκρ. Περικλ. καὶ Φαβ. 3. 2)παρασκευάζω, ἐφοδιάζω ἐντελῶς, ὅπλοις Ξεν. Ἱέρων 11. 3· σεμνοτέροις πράγμασι Ἀριστοφ. Σφ. 1473· κ. τινα οἷον ἄγαλμα, στολίζω, κοσμῶ, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· κατακοσμούμενος εἴς τι, ἐντελῶς ἕτοιμος διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 273Α. ΙΙ. φέρω εἰς τάξιν, ῥυθμίζω, Πλουτ Νουμ. 14· ἑαυτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 23, πρβλ. Βροῦτ. 13.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to set in order, arrange, Od. (in Mid.); ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει ὀϊστόν was fitting it on the string, Il.
2. to fit out completely, adorn, Ar., Plat.
II. to reduce to order, Plut.