κυνηγέσιον
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
τό,
A hunting-establishment, pack of hounds, Hdt.1.36, X.Cyn.10.4; also, pack of wolves hunting together, opp. λύκοι μονοπεῖραι, Arist.HA594a31.
II hunt, chase, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι, X.Cyn.6.11; ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. ib.26, cf. 7.11: in plural, E.Hipp. 224 (anap.), Isoc.7.45, X.Cyn.3.11, 6.4, Plu.Alex.40: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Pl.Prt. 309a; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. Id.La. 194b.
2 = κυνήγιον 2, CIG2511 (Cos), 4157 (Sinope).
III that which is taken in hunting, game, X.Cyn.6.12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 chasse;
2 troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;
3 lieu pour chasser, parc;
4 butin de chasse.
Étymologie: κυνηγετέω.
German (Pape)
τό, das Jagen, die Jagd; Eur. Hipp. 214; κυνηγέσια ἐπιτηδεύειν, Plat. Legg. VI.763b; καὶ θῆραι Rep. III.412b; ἐξιέναι ἐπὶ τὸ κυνηγέσιον, Xen. Cyn. 6.11; öfter bei Sp., meist im plur.; bei Her. 1.36, τὸ κυν. πᾶν συμπέμψω, das ganze Jagdgefolge, der Jagdzug, die Jäger und Hunde; vgl. Xen. Cyn. 10.4; Arist. H.A. 8.5 nennt auch die gemeinsam auf Raub ausgehenden Haufen von Wölfen κυνηγέσια. – Das Jagdrevier, Xen. Cyn. 7.11; der Fang auf der Jagd, die Jagdbeute, 6.12.
übertragen, ἀπὸ κυνηγεσίου τοῦ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν; Plat. Prot. init., vgl. Lach. 194b.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέσιον -ου, τό [κύων] troep jachthonden:. τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω ik zal al mijn jachthonden meesturen Hdt. 1.36.3. de jacht, de jachtpartij.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέσιον: τό
1 тж. pl. псовая охота Eur., Plut.: θῆραί τε καὶ κυνηγέσια Plat. охота без собак и с собаками;
2 отряд охотников с собаками (τὸ κ. πᾶν συμπέμπειν Her.);
3 вместе охотящаяся стая (sc. τῶν λύκων Arst.);
4 охотничий участок (ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.);
5 охотничья добыча (ὑπαγωγὴ τοῦ κυνηγεσίου Xen.);
6 перен. охота, погоня (περί τινος ὥραν Plat.).
Greek Monotonic
κῠνηγέσιον: τό,
I. κυνηγετική συνοδεία, κυνηγοί και λαγωνικά, πλήθος σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ.
III. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, θήραμα, σε Ξεν.
Greek Monolingual
το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) κυνηγέτης
ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν διατρίβειν», Ξεν.)
αρχ.
1. ομάδα σκύλων
2. (κατ' επέκτ.) ομάδα λύκων που βγαίνει για αρπαγή
3. μάχη μεταξύ ζώων, θηριομαχία
4. θήραμα, το ζώο που σκοτώθηκε σε κυνήγι.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέσιον: τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, πλῆθος κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· ὡσαύτως, ὁμὰς λύκων ὁμοῦ θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. κυνήγιον, θήρα, καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. αὐτόθι 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = κυνήγιον 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον θήραμα, «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12.
Middle Liddell
κῠνηγέσιον, ου, τό,
I. a hunting-establishment, huntsmen and hounds, a pack of hounds, Hdt., Xen.
II. a hunt, chase, pursuit, Xen.; so in plural, Eur.
III. that which is taken in hunting, the game, Xen. [from κῠνηγετέω]
English (Woodhouse)
hunting, art of hunting, art of the chase, pack of hounds
Translations
hunting
Arabic: صَيْد; Egyptian Arabic: صيد; Hijazi Arabic: صيد, قَنص; Armenian: որս; Avar: чанаве ине; Bashkir: һунар, һунарсылыҡ; Bulgarian: лов; Catalan: caça; Chinese Mandarin: 狩獵, 狩猎; Czech: lov; Esperanto: ĉasado; Finnish: metsästys; French: chasse, vènerie; Galician: caza; German: Jagd, Aalen; Greek: κυνήγι, θήρα; Ancient Greek: ἄγρα, ἄγρη, θήρα, θήρη, θηρεία, θήρευσις, θηρευτική, θηρομαχία, θηροσύνα, θηροσύνη, κυναγεσίη, κυνηγεσία, κυνηγέσιον; Hebrew: ציד; Irish: fiach, sealgaireacht, seilg; Italian: caccia; Japanese: 狩猟; Kazakh: аңшылық; Latin: venatio; Macedonian: лов; Malayalam: വേട്ടയാടൽ; Maori: whakangaunga; Old English: huntoþ; Old Turkic: 𐰉; Polish: polowanie; Portuguese: caça; Russian: охота; Sardinian Campidanese: càssa; Logudorese: zera, catza; Sassarese: catza; Southern Sierra Miwok: halki Spanish: caza, cacería, cinegética; Swahili: uwindo; Swedish: jakt; Tamil: வேட்டை; Tocharian B: werke; Ukrainian: полювання; Urdu: شِکار