λαπάρα

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπάρα Medium diacritics: λαπάρα Low diacritics: λαπάρα Capitals: ΛΑΠΑΡΑ
Transliteration A: lapára Transliteration B: lapara Transliteration C: lapara Beta Code: lapa/ra

English (LSJ)

Ep. and Ion. λαπάρη, ἡ, (λαπαρός)
A the soft part of the body between the ribs and hip, flank, Il.6.64, 16.318, al. (not in Od.), Epich.90, Hdt.2.86, etc.: pl., flanks, Id.6.75, Diocl.Fr.193, Hp. Flat.9, etc.; sg. also, side of the chest, Id.Loc.Hom.14, Erot.:—λαπάρα and κενεών are distinguished by Hippocrates Morb.2.55, Int.17, Gal.18(2).762,764.
II sausage or haggis, AP9.486 (Pall.)

German (Pape)

[Seite 16] ἡ, ion. u. ep. λαπάρη, der Teil des Leibes zwischen den Rippen u. Hüften, Weichen, Dünnen (vgl. κενεών u. λαγών), bes. beim Menschen, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος, Il. 16, 318. 22, 306 u. öfter; προὔβαινε ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς, ἐκ δὲ τῶν μηρῶν ἐς τὰ ἰσχία καὶ τὰς λαπάρας Her. 6, 75, vgl. 2, 86; Hippocr. – Von

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
partie creuse du corps entre les fausses côtes et le ventre, flanc.
Étymologie: fém. de λαπαρός.

Russian (Dvoretsky)

λᾰπάρᾱ: ион. λᾰπάρη (πᾰ) ἡ
1 пах Hom., Her.;
2 pl. живот Her.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰπάρᾱ: [ᾰ]. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ρη-, ἡ· (λαπαρός)· τὸ μαλακὸν μέρος τοῦ σώματος τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἰσχίου, ἡ λαγών, Ἰλ. Ζ. 64., Π. 318, κ. ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), Ἡρόδ. 2. 86, κτλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ λαγόνες, Λατ. ilia, ὁ αὐτ. 6. 75, Ἱππ. 298. 47, κτλ. - τὸ μεθ’ Ὅμηρ. ἰσοδύναμον τῇ λέξει ταύτῃ εἶναιλαγών. Ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται φαίνονται δηλοῦσαι περίπου τὸ αὐτὸ καὶ ἡ λέξ. κενεών, εἰ καὶ λαπάρα καὶ κενεὼν φαίνεται ὅτι διακρίνονται παρ’ Ἱππ. 480. 48., 540. 46.

Greek Monolingual

η (AM λαπάρα)
1. το κοίλωμα που βρίσκεται μεταξύ τών πλευρών και του ισχίου, οι λαγόνες
2. (κατ' επέκτ.) η κοιλιακή χώρα
αρχ.
αλλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαπαρά, ουσιαστικοποιημένος τ. του λαπαρός, με αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

λᾰπάρᾱ: [πᾰ], Ιων. λαπάρη, ἡ (λαπαρός), μαλακό μέρος του σώματος μεταξύ των πλευρών και του ισχίου, λαγώνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.· στον πληθ., λαγόνες, πλευρά, Λατ. ilia, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λᾰπᾰ́ρᾱ, Ionic -ρη, ἡ, λαπαρός
the soft part of the body between the ribs and hip, the flank, Il., Hdt., etc.; in plural the flanks, Lat. ilia, Hdt.