μετοχλίζω

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοχλίζω Medium diacritics: μετοχλίζω Low diacritics: μετοχλίζω Capitals: ΜΕΤΟΧΛΙΖΩ
Transliteration A: metochlízō Transliteration B: metochlizō Transliteration C: metochlizo Beta Code: metoxli/zw

English (LSJ)

remove by a lever, hoist a heavy body out of the way, οὔ κέν τις... οὐδὲ μάλ' ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Od.23.188; οὐδέ κ' ὀχῆα ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων would he easily push back the bolt of the doors, Il.24.567, cf. Lyc.627, AP9.81 (Crin.); ἡ γῆ -ίζουσα [τὸν Ἀνταῖον] Philostr.Im.2.21.

German (Pape)

[Seite 162] eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, οὐδέ κ' ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81).

French (Bailly abrégé)

déplacer avec un levier, d'où avec effort.
Étymologie: μετά, ὀχλίζω.

Russian (Dvoretsky)

μετοχλίζω: (эп. aor. μετόχλισσα) (с помощью рычага или с напряжением сил) сдвигать, отодвигать (ὀχῆας θυράων, λέχος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μετοχλίζω: μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, αἴρω ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ σῶμα, οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· οὐδέ κ’ ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567.

English (Autenrieth)

aor. opt. μετοχλίσσειε: pry or push back or away.

Greek Monolingual

μετοχλίζω (Α)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό, σηκώνω από το μέσον βαρύ αντικείμενο με τη βοήθεια μοχλού ή και χωρίς, καταβάλλοντας όμως πολλή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὀχλίζω «μετακινώ, κινώ με μοχλό»].

Greek Monotonic

μετοχλίζω: μέλ. -ίσω, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αόρ. αʹ μετοχλίσσειε,
I. μετακινώ με τη χρήση μοχλού, σηκώνω και απομακρύνω από τη μέση ένα βαρύ σώμα, σε Ομήρ. Οδ.
II. σπρώχνω προς τα πίσω ένα εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. ίσω 3rd sg. epic aor1 opt. μετοχλίσσειε
I. to remove by a lever, hoist a heavy body out of the way, Od.
II. to push back the bar, Il.