περιδέω
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
A bind, tie round or on, τινί τι Hdt.1.193, Ar.Ec.127:—Med., bind round oneself, περισφύριον περιδέεται Hdt.4.176; τὴν ᾤαν π. περὶ τὴν ὀσφύν Hermipp.53; λόφον, πώγωνα, στεφάνους π., Ar.Ra. 1038, Ec.100, 122; of pugilists, ἐπισφαίροις π. τὰς χεῖρας Plu.2.825e; ἀντὶ ἱμάντων σφαίρας ἂν περιεδούμεθα Pl.Lg.830b.
2 bind round, bandage with, ἱμᾶσι πόδα Hp.Fract.13; ἀραχνίοις Arist.HA623a14.
German (Pape)
[Seite 572] (s. δέω), umbinden; ὥσπερ εἴτις σηπί. αις πώγωνα περιδήσειεν, Ar. Eccl. 127; im med., sich umbinden, τοὺς στεφάνους περιδήσομαι, ib. 122; πώγωνα, 100; auch κράνος, Ran. 1038; περισφύριον περιδέεται γυνή, Her. 4, 176; ἀντὶ ἱμάντων σφαίρας ἂν περιεδούμεθα, Plat. Legg. VIII, 830 b; u. Sp., τῶν ἐν ταῖς παλαίστραις διαμαχομένων ἐπισφαίροις ἐπιδέουσι τὰς χεῖρας, Plut. reip. ger. praec. a. E.
French (Bailly abrégé)
περιδῶ :
f. περιδήσω, etc.
lier autour : τί τινι attacher une chose autour d'une autre;
Moy. περιδέομαι, περιδοῦμαι attacher autour de soi, acc..
Étymologie: περί, δέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-δέω, Ion. indic. praes. med. 3 sing. περιδέεται, imperf. med. 1 plur. contr. περιεδούμεθα, vastbinden om, met acc. en dat.: τὸν καρπὸν περιδέουσι τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων het vruchtbeginsel binden ze vast om de dadeldragende palmen Hdt. 1.193.5.
Russian (Dvoretsky)
περιδέω:
1 подвязывать, привязывать (τὸν καρπόν τινι Her.; πώγωνά τινι, med. τὸ χράνος Arph.);
2 завязывать, затыкать (τὸ στόμα τινί Arst.);
3 обвязывать (ἡ ὄψις σουδαρίω περιεδέδετο NT).
Spanish
English (Strong)
from περί and δέω; to bind around one, i.e. enwrap: bind about.
English (Thayer)
pluperfect passive 3rd person singular περιεδέδετο; (from Herodotus down); to bind around, tie over (cf. περί, III:1]: τινα τίνι, Sept. Plutarch, mor., p. 825e. (i. e. praecepta ger. reipub. 32,21; Aristotle, h. a. 9,39, p. 628a, 14).)
Greek Monolingual
Α
βλ. περιδένω.
Greek Monotonic
περιδέω: μέλ. -δήσω, δένω, δένω ολόγυρα ή προσδένω, τί τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., δένω ολόγυρά μου, επιδένω, προσθέτω, στον ίδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιδέω: μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, τινί τι Ἡρόδ. 1. 193, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 127. - Μέσ., δένω ὁλόγυρα ἢ ἐπὶ τινος, περισφύριον περιδέεται Ἡρόδ. 4. 176· τὴν ᾤαν περιδεῖσθαι περὶ τὴν ὀσφὺν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 6· λόφον, πώγωνα, στεφάνους π. Ἀριστοφ. Βατρ. 1038, Ἐκκλ. 100, 122. ἐπὶ πυγμάχων, ἀντὶ ἱμάτων σφαίρας περιεδούμεθα Πλάτ. Νόμ. 830Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 825Ε. 2) δένω ὁλόγυρα, ἐπιδένω μέ τι, πόδα ἱμᾶσι Ἱππ. π. Ἀγμ. 760· ἀραχνίης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4.
Middle Liddell
fut. -δήσω
to bind, tie round or on, τί τινι Hdt.:—Mid. to bind round oneself, put on, Hdt., Ar.
Chinese
原文音譯:peridšw 胚里-得哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-捆綁
字義溯源:四周捆綁,包裹,包著;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(δέω)*=捆綁)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 包著(1) 約11:44
Léxico de magia
atar alrededor una lámina λαβὼν μίτον μέλανα βάλε ἅμματα τξεʹ καὶ ἔξωθεν (τὴν πλάκαν) περίδησον toma un hilo negro, haz trescientos sesenta y cinco nudos y ata (la placa) alrededor, por fuera P VII 453