πευκεδανός
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
πευκεδανή, πευκεδανόν, = πευκήεις II, πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοῖο Il. 10.8; βέλεμνα, ἀσπίς, Orph.L.500, 609; θάλασσα Opp.H.2.33.
German (Pape)
[Seite 607] πτόλεμος, Il. 10, 8, entweder der bittere, herbe Krieg, od. mit Buttm. Lexil. I, 17 der spitze, eindringende, verwundende, verderbliche Krieg, vgl. πεύκη. Opp. Hal. 2, 33 sagt aber πευκεδανὸς θάλασσα.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
amer comme la résine ; fig. amer, pénible, funeste.
Étymologie: πεύκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευκεδανός -ή -όν [~ πεύκη] scherp, bitter; overdr.. πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδάνοιο de grote muil van de bittere oorlog Il. 10.8.
Russian (Dvoretsky)
πευκεδᾰνός: досл. колючий, острый (как хвоя), перен. губительный (πτόλεμος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πευκεδᾰνός: -ή, -όν, ἐπίθ. τοῦ πολέμου, ὡς τὸ πευκήεις, πικρός, ― πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανεῖο Ἰλ. Κ. 8· π. θάλασσα Ὀππ. Ἁλ. 2. 33.
English (Autenrieth)
destructive, Il. 10.8†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ.
β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η άποψη ότι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδ. πεῦκος (βλ. λ. πεύκη) με επίθημα -(ε)δανός (< ουσ. σε -εδών, πρβλ. ληθ-εδανός: ληθ-εδών, τυφ-εδανός: τυφ-εδών). Για ανάλογο σχηματισμό, πρβλ. ῥιγεδανός< ῥῖγος (πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. ῥιγεδών)].
Greek Monotonic
πευκεδᾰνός: -ή, -όν, επίθ. του πολέμου, = πευκήεις II, σε Ομήρ. Ιλ.