πολιοκρόταφος
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
πολιοκρόταφον, with grey hair on the temples, i.e. just beginning to be grey, γέροντες Il.8.518, cf. Hes.Op.181, Alex.260; π. γῆρας B.Fr.21.2.
German (Pape)
[Seite 655] mit grauen Schläfen, d. i. mit grauem Haar an den Schläfen; Il. 8, 518; Hes. O. 183; Alexis Ath. VI, 255 b; Antp. Sid. 89 (VII, 423).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux tempes blanchissantes.
Étymologie: πολιός, κρόταφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιοκρόταφος -ον [πολιός, κρόταφος] met grijze slapen.
Russian (Dvoretsky)
πολιοκρότᾰφος: πολιός с седыми висками, седовласый Hom., Hes.
English (Autenrieth)
with hoary temples, gray with age, Il. 8.518†.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στους κροτάφους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κρόταφος (πρβλ. κοιλοκρόταφος)].
Greek Monotonic
πολιοκρότᾰφος: -ον, αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, δηλ. έχουν μόλις αρχίσει να γίνονται γκρίζα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολιοκρότᾰφος: -ον, ὁ ἔχων πολιὰς τρίχας ἐπὶ τῶν κροτάφων, δηλ. μόλις ἤδη ἀρχόμενος νὰ γίνηται πολιὸς (ὡς λέγει ὁ Θεόκρ. 14. 68, ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα γηραλέοι, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 6, 11), Ἰλ. Θ. 518, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, Ἄλεξις ἐν «Ψευδομένῳ» 3· π. γῆρας Βακχυλ. Ἀποσπ. 25 [3], Blass, πρβλ. πολιός.
Middle Liddell
πολιο-κρότᾰφος, ον,
with gray hair on the temples, i.e. just beginning to be gray, Il., Hes.