προσεδρεία
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
or προσεδρία (required by metre in E.Or.93 and found in Pap. of Phld. (v. infr.), but προσεδρεία PTeb. (v. infr.)), ἡ,
A sitting by or sitting near: esp.,
1 besieging, blockade, Th.1.126, D.C.36.51.
2 close attention to a thing, assiduity, PTeb.24.39 (ii B.C.), Phld.Rh.1.232 S., Longin. ap. Porph.Plot.19, Iamb.Protr.6; esp. sitting by a sick-bed, E.Or.93, 304; αἱ τῶν τέκνων π. attentions paid by them, Hierocl. p.58A.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, das Dabeisitzen, insbes. das Sitzen vor einer Stadt, Belagerung, obsessio, Thuc. 1, 126 u. Sp., wie D. Cass. 40, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
siège d'une ville.
Étymologie: προσεδρεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεδρ(ε)ία -ας, ἡ, Ion. προσεδρίη [προσεδρεύω] het zitten (bij); vandaar toegewijde verzorging:; συγγόνου προσεδρίᾳ bij de verzorging van mijn broer Eur. Or. 93; milit. belegering. Thuc. 1.126.8.
Russian (Dvoretsky)
προσεδρεία: поэт. v.l. προσεδρία ἡ
1 ведение осады, осада (τρυχόμενοι τῇ προσεδρείᾳ Thuc.);
2 заботливый уход Eur.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ προσεδρεύω
1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι
2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῖοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.)
3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια για κάτι (α. «μετὰ τοὺς μυρίους πόνους καί... τὴν ἐν τεσσαράκοντα ἔτεσι προσεδρείαν», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «τῶν πραγμάτων πολλῆς προσεδρείας δεομένων», πάπ.)
4. (ειδικά) η παραμονή δίπλα στο κρεβάτι ασθενούς και η περιποίησή του («ὡς ἄσχολός γε συγγόνου προσεδρίᾳ», Ευρ.)
5. άγρυπνη φροντίδα, έγνοια
6. αναμονή («τῆς ἐν Ἀριμινίῳ συνόδου τῇ προσεδρείᾳ ταλαιπωρουμένης», Σωζ.)
7. αφοσίωση («ἵνα τῇ προσεδρείᾳ δυνηθῶμεν τὴν κόλασιν διαφυγεῖν», Ιωάνν. Χρυσ.)
8. ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, φορτικότητα («τοὺς κύνας οὐ... φεύγομεν ὅτι τῇ πολλῇ προσεδρείᾳ ἡμᾶς ἐκβιάζονται», Ιωάνν. Χρυσ.).
Greek Monotonic
προσεδρεία: ποιητ. -εδρία, ἡ, κάθισμα δίπλα,
1. πολιορκία, αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Θουκ.
2. καθίσμα δίπλα στο κρεβάτι του ασθενή, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεδρεία: ποιητ, -εδρία, ἡ, τὸ καθῆσθαι πλησίον· μάλιστα δέ, 1) πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Θουκ. 1. 126, Δίων Κ. 36. 34. 2) μεγάλη προσοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, Λατ. assiduitas, Λογγῖν. Ἀποσπ. 6. 2· ― μάλιστα τὸ καθῆσθαι παρὰ τὴν κλίνην ἀσθενοῦς, Εὐρ. Ὀρ. 93 (ἐν τῷ τύπῳ -εδρία), πρβλ. αὐτόθι 304· αἱ τῶν τέκνων πρ., αἱ τοιαῦται περιποιήσεις τῶν τέκνων, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 61. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 404.
Middle Liddell
προσεδρεία, ποετ. -εδρία, ἡ,
a sitting by:
1. a besieging, blockade, Lat. obsessio, Thuc.
2. a sitting by a sick-bed, Eur. [from προσεδρεύω
Lexicon Thucydideum
obsidio, siege, blockade, 1.126.8.
Translations
siege
Afrikaans: beleëring sg, beleg sg; Albanian: rrethim; Arabic: حِصَار, مُحَاصَرَة; Armenian: պաշարում; Asturian: asediu; Azerbaijani: mühasirə; Basque: setio sg; Belarusian: аблога, блакада; Bulgarian: обсада; Catalan: setge; Chinese Mandarin: 攻城戰, 攻城战, 包圍戰, 包围战, 圍城, 围城, 圍困, 围困; Czech: obležení; Danish: belejring; Dutch: belegering, beleg; Esperanto: sieĝo; Estonian: piiramine; Finnish: piiritys; French: siège; Galician: asedio, sitio, cerco; Georgian: ალყა; German: Belagerung; Greek: πολιορκία; Ancient Greek: πολιορκία, πολιορκίη, προσεδρεία, προσεδρία, ἐφέδρα, ἐπέδρη; Hebrew: מָצוֹר; Hindi: घेरा, घेराबंदी; Hungarian: ostrom; Icelandic: herkví, umsátur; Ido: siejo; Indonesian: pengepungan; Irish: léigear; Italian: assedio; Japanese: 攻城戦, 包囲; Kazakh: қамау, қоршау; Khmer: ការឡោមព័ទ្ធ; Korean: 공성전(攻城戰), 포위(包圍); Kyrgyz: камоо, курчоо; Latin: obsidio, obsessio; Latvian: aplenkums; Lithuanian: apgula; Macedonian: опсада; Malay: pengepungan; Norwegian Norwegian Bokmål: beleiring; Norwegian Nynorsk: omleiring; Pashto: محاصره; Persian: محاصره; Polish: oblężenie; Portuguese: sítio, cerco, assédio; Romanian: asediu; Russian: осада, блокада; Scottish Gaelic: sèist; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏псада; Roman: ȍpsada; Slovak: obliehanie; Slovene: obleganje; Spanish: sitio, asedio; Swedish: belägring; Tajik: муҳосира, муҳосара; Thai: การล้อม; Turkish: kuşatma, muhasara; Ukrainian: облога, блокада; Urdu: محاصرہ, گھِیرا; Uzbek: muhosara; Vietnamese: sự bao vây, sự phong tỏa