στόμαργος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμαργος Medium diacritics: στόμαργος Low diacritics: στόμαργος Capitals: ΣΤΟΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: stómargos Transliteration B: stomargos Transliteration C: stomargos Beta Code: sto/margos

English (LSJ)

στόμαργον, noisily prating, loud-tongued, A.Th.447, S.El.607; στόμαργος γλωσσαλγία = wearisome talkativeness, E.Med.525:—the forms στομάργου, also στυμάργου and στρυμάργου are cited as vv.ll. for στομάργεω or στυμάργεω (gen. sg. of pr. n. Στομάργης or Στυμάργης Hp.Epid.2.2.4, 2.4.5) by Diosc. Glossaria and others ap.Gal.19.141,142. (-αργος perhaps taken from γλώσσαργος.)

German (Pape)

[Seite 948] = στόμαλγος, στομαλγής; Aesch. Spt. 429; Soph. El. 597; τὴν σὴν στόμαργον γλωσσαλγίαν, Eur. Med. 525; Suid. erkl. φλυαρός; entweder von ἀργός od. μάργος abzuleiten, od. richtiger als att. Buchstabenvertauschung zu betrachten; vgl. γλώσσαλγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui la bouche démange, bavard.
Étymologie: p. *στόμαλγος, de στόμα, ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμαργος -ον [στόμα, ἀργός?] met een grote mond, maar raak pratend.

Russian (Dvoretsky)

στόμαργος: невоздержный на язык, дерзкий Aesch., Soph.: ἡ σ. γλωσσαλγία Eur. разнузданная болтовня.

Greek Monolingual

και στύμαργος και στρύμαργος, -ον, και στομάργης και στυμάργης, ὁ, Α
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. (μόνον στον τ. στρύμαργος) (κατά τον Γαλ. στο Λεξ. Ιπποκρ.) «ὁ μανικός, ἐπτοημένος περὶ τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ἀργός (Ι) «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. πόδαργος). Ο τ. μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. tomako «όνομα ζώου»].

Greek Monotonic

στόμαργος: -ον, αυτός που μιλάει συνεχώς, μεγαλόφωνος πολυλογάς, φλύαρος, αδολέσχης, σε Αισχύλ., Σοφ.· στόμαρχος γλωσσαλγία, κουραστική, ανιαρή πολυλογία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στόμαργος: -ον, ὁ ἀτελευτήτως ὁμιλῶν, φλύαρος, λάλος, μεγαλόφωνος πολυλόγος, Αἰσχύλ. Θήβ. 447, Σοφ. Ἠλ. 607· στ. γλωσσαλγία, φλυαρία ἀηδής, Εὐριπ. Μήδ. 525. - Πρβλ. γλώσσαλγος.

Middle Liddell

στόμ-αργος, ον,
busy with the tongue, loud-tongued, Aesch., Soph.; στ. γλωσσαλγία wearisome wordiness, Eur.

English (Woodhouse)

boastful, talking, person who gossips

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations