συγκαλέω
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
A fut. συγκαλέω Hom.Epigr.14.8, Att. συγκαλῶ X.An.3.1.46:
1 call to council, convoke, convene, Il.2.55, A.Supp.517, Hdt.1.206, Ar.Av.201, X. l.c., etc.; τὰς γυναῖκας ἐπί τι Ar.Lys.22; σ. τινὰς παρεῖναι Luc.Vit.Auct.1:—Med., Hdt.2.160, Ev.Luc.9.1, etc.
2 invite with others to a feast, συνεκάλεσε δὲ αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον = he invited Artabazos together with them X.Cyr.8.4.1.
German (Pape)
[Seite 964] (s. καλέω), zusammenrufen; bes. zur Ratsversammlung, Il. 2, 55. 10, 302; λαοὺς συγκαλῶν ἐγχωρίους, Aesch. Suppl. 512; Ar. Lys. 22, oft bei Xen., συγκαλοῦμεν fut. An. 3, 1, 46; φίλους, Plat. Legg. VI, 775 a; Sp.; – zur Mahlzeit einladen, Xen. Cyr. 8, 4, 1. – Med. zu sich berufen. versammeln.
French (Bailly abrégé)
f. συγκαλέσω, att. συγκαλῶ, ao. συνεκάλεσα, etc.
1 appeler en même temps : τινά τινι qqn en même temps que qqn;
2 assembler, convoquer : τινα avec un inf., qqn pour;
Moy. συγκαλέομαι, συγκαλοῦμαι convoquer près de soi ou pour soi.
Étymologie: σύν, καλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καλέω, Att. ook ξυγκαλέω bijeenroepen:; συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους hij riep de voornaamste van de Perzen bijeen Hdt. 1.206.3; ook med. samen (met...) uitnodigen, met acc. en dat.: συνεκάλεσε … αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον samen met hen nodigde hij ook Artabazus uit Xen. Cyr. 8.4.1.
Russian (Dvoretsky)
συγκᾰλέω: (fut. συγκαλέσω - атт. συγκαλῶ) реже med. созывать (τινας Hom., Her., Xen., Luc., NT, med. NT): σ. τινι καί τινα Xen. приглашать вместе с кем-л. также и кого-л. (еще).
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλέω: μέλλ. έσω, Ἀττ. - καλῶ Ξεν. Ἀν. 3. 1, 46. 1) ὡς καὶ νῦν, καλῶ εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, καλῶ εἰς συνεδρίαν, Ἰλ. Β. 55., Κ. 302· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 206, Αἰσχύλ. Ἱκ. 517, Ἀριστοφ. Ὄρν. 201, Ξεν., κλπ.· τὰς γυναῖκας ἐπί τι Ἀριστοφ. Λυσ. 22· σ. τινας παρεῖναι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 1· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 2. 160, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 1, κτλ. 2) προσκαλῶ μετ’ ἄλλων εἰς συμπόσιον, σ. αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον Ξενοφ. Κύρ. 8. 4,1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 315.
English (Autenrieth)
aor. part. συγκαλέσᾶς: call together, summon, Il. 2.55 and Il. 10.302.
English (Strong)
from σύν and καλέω; to convoke: call together.
English (Thayer)
(T WH συνκαλέω (cf. σύν, II. at the end)), συγκαλῶ; 1st aorist συνεκαλεσα; middle, present συγκαλοῦμαι; 1st aorist συνεκαλεσαμην; from Homer down; the Sept. for קָרָא; to call together, assemble: τινας, Tr marginal reading has present middle); τήν σπεῖραν, τό συνέδριον, to call together to oneself (cf. Buttmann, § 135,5): τινας, Tr marginal reading),9 (R G L Tr text); Acts 28:17.
Greek Monotonic
συγκᾰλέω: μέλ. -καλέσω, Αττ. -καλῶ·
1. καλώ σε συμβούλιο, καλώ σε συγκεκριμένο τόπο για συνέλευση, συγκαλώ, προσκαλώ, συγκεντρώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ηρόδ., Κ.Δ.
2. προσκαλώ μαζί με άλλους σε συμπόσιο, προσκαλώ σε δείπνο, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -καλέσω Attic -καλῶ
1. to call to council, convoke, convene, Il., Hdt., Attic:—so in Mid., Hdt., NTest.
2. to invite with others to a feast, Xen.
Chinese
原文音譯:sugkalšw 尋格-卡累哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:共同-召 相當於: (קָרָא)
字義溯源:召集,叫齊,傳齊,召集,請來,邀請;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(καλέω)=召)組成,其中 (καλέω)出自(κελεύω)=激勵), (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)。參讀 (ἐπικαλέω)同義字
出現次數:總共(8);可(1);路(4);徒(3)
譯字彙編:
1) 請⋯來(2) 路15:6; 徒28:17;
2) 邀請⋯來(1) 路15:9;
3) 已邀請(1) 徒10:24;
4) 召集(1) 徒5:21;
5) 他叫齊了(1) 路9:1;
6) 傳齊了(1) 路23:13;
7) 他們叫齊了(1) 可15:16
Lexicon Thucydideum
convocare, to call together, convene, 2.10.3, 2.71.2, 2.86.6, 2.88.1. 2.88.12.89.1. 3.71.1. 5.8.5. 7.5.3, 7.21.2. 7.60.5. 8.44.2.