συγκληρόω

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκληρόω Medium diacritics: συγκληρόω Low diacritics: συγκληρόω Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: synklēróō Transliteration B: synklēroō Transliteration C: sygkliroo Beta Code: sugklhro/w

English (LSJ)

Dor. συγκλαρόω IG12(1).3.10 (Rhodes, i A.D.):—
A join in one lot or embrace in one lot, δύο τμήματα Pl.Lg.745c.
2 choose by lot, δικαστήριον v.l. in Plu.Alc.19.
3 Med., draw a lot with others, J.BJ3.8.7; Astrol., acquire κλῆρος jointly with, Vett.Val.68.5.
II join by lot, τινί τι D.14.18; τινά τινι Aeschin.2.183; αὐτόματος φορὰ καὶ τύχη τὰς ἀρχὰς συνεκλήρωσεν Jul.Or.5.162a:—Pass., τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων.. ἔχει συγκεκληρωμένα assigned to them along with men, Ael. NA Praef.; συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ to be all doomed to silence, ib.15.28, cf. Dam.Pr.257.

German (Pape)

[Seite 968] hinzuloosen, durchs Loos theilnehmen lassen; τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ, Ael. H. A. 15, 28; vgl. Plat. Legg. V, 745 c; Dem. 14, 18 u. A.; δικαστήριον, ein Gericht zusammenloofen, die Richter durchs Loos erwählen, Plut. Alcib. 19.

French (Bailly abrégé)

συγκληρῶ :
1 désigner ensemble par le sort (des magistrats, etc.);
2 attribuer un sort commun ; Pass. avoir un sort commun.
Étymologie: σύγκληρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληρόω [σύγκληρος] verenigen in één kavel, samennemen in één toegewezen stuk land.

Russian (Dvoretsky)

συγκληρόω:
1 избирать по жребию (τὸ δικαστήριον Plut.);
2 (о судьбе), соединять в один надел (δύο τμήματα Plat.);
3 связывать, сталкивать (τινα ἀνθρώπῳ τινί Aesch.);
4 давать по жребию (τινί τι Dem.).

Greek Monolingual

συγκληρόω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α σύγκληρος
1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῖν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.)
2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής
3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον
4. κάνω κάποιον να συμμετέχει με κλήρο («τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ», Αιλ.)
5. μέσ. συγκληροῦμαι, συγκληρόομαι
μετέχω σε κλήρωση.

Greek Monotonic

συγκληρόω: μέλ. -ώσω,
I. συμπεριλαμβάνω σε έναν κλήρο, εκλέγω με κλήρο, σε Πλούτ.
II. απονέμω μέσω του ίδιου κλήρου, τί τινι, σε Δημ.· συνδέω, συνάπτω, ζευγαρώνω με κάποιον, τινά τινι, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συγκληρόω: συνενῶ ἢ περιλαμβάνω εἰς ἕνα κλῆρον, συγκληρῶσαι δύο τμήματα Πλάτ. Νόμ. 745C. 2) ἐκλέγω διὰ κλήρου, δικαστήριον Πλουτ. Ἀλκιβ. 19. ΙΙ. ἀπονέμω διὰ τοῦ αὐτοῦ κλήρου, τινί τι Δημ. 183. 1˙ ἑνώνω, συνδέω, συνάπτω, τινά τινι Αἰσχίν. 52. 35. ― Παθητ., τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων πλεονεκτημάτων... ἔχει συγκεκληρωμένα, συγκέκτηται, Αἰλ. περὶ Ζῴων ἐν τῷ προοιμ.˙ τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ, τοὺς δὲ καταδικασθῆναι σιωπᾶν, αὐτόθι 15. 28.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to embrace in one lot, choose by lot, Plut.
II. to assign by the same lot, τί τινι Dem.: to couple with one, τινά τινι Aeschin.