συνθλίβω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθλίβω Medium diacritics: συνθλίβω Low diacritics: συνθλίβω Capitals: ΣΥΝΘΛΙΒΩ
Transliteration A: synthlíbō Transliteration B: synthlibō Transliteration C: synthlivo Beta Code: sunqli/bw

English (LSJ)

[ῑ], press together, compress, Arist.Rh.1361b17, Cael. 307b12, Thphr. Ign.58,74; of a crowd, Ev.Marc.5.24:—Pass., Pl.Ti. 92a, Arist.HA555b26; σ. εἰς τὴν κοιλίαν Id.Pr.895b2; πρὸς ἄλληλα ib.929a15; συντεθλιμμένον ἤτοι συνεπτυγμένον ἄργυρον, = collisum argentum, Glossaria: aor. 2 συνεθλίβην [ῐ] Plu.2.408e,430c.

French (Bailly abrégé)

presser ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, θλίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θλίβω geheel platdrukken, samenpersen:. ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν een grote menigte vergezelde hem en ze drongen om hem samen NT Marc. 5.24.

German (Pape)

[ῑ], mit, zugleich, zusammen drücken; ὅπου συνεθλίφθησαν ὑπ' ἀργίας ἑκάστων αἱ περιφοραί, Plat. Tim. 91e; ἐς στενὸν συνθλιβεῖσι ῥεύμασι, Plut. Pyth. or. 29.

Russian (Dvoretsky)

συνθλίβω: (ῑ)
1 сжимать, стискивать, сдавливать (τι Arst. и τινά NT): συνθλίβεσθαι ἐς στενόν Plut. быть зажатым в узкое место, быть стесненным;
2 сбивать, уплотнять (τὴν χαυνότητα τῆς χιόνος Plut.); pass. густеть, твердеть (ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ Arst.).

English (Strong)

from σύν and θλίβω; to compress, i.e. crowd on all sides: throng.

English (Thayer)

imperfect συνέθλιβον; to press together, press on all sides: τινα, of a thronging multitude, Plato, Aristotle, Strabo, Josephus, Plutarch.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, συμπιέζω, ζουλώ
νεοελλ.
σχηματίζω ζάρες σε κάτι με πίεση
μσν.-αρχ.
(κυρίως παθ.) συνθλίβομαι
(για πλήθος) συνωστίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θλίβω «πιέζω, συμπιέζω»].

Greek Monotonic

συνθλίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, συμπιέζω, πιέζω μαζί ή ταυτοχρόνως, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθλίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, θλίβω ὁμοῦ, πιέζω, συμπιέζω, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 5, 12, περὶ Οὐραν. 3. 8, 14, κ. ἀλλ. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 91Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 5. 28, 2· σ. εἰς τὴν κοιλίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 10. 43, 1· πρὸς ἄλληλα αὐτόθι 21. 16.

Middle Liddell

fut. ψω
to press together, compress, Arist.

Chinese

原文音譯:sunql⋯bw 尋-特里波
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-壓縮
字義溯源:緊壓,擁擠;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(θλίβω)=擁擠)組成,其中 (θλίβω)出自(τρίβος)=路徑),而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)。參讀 (θλίβω)同義字
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編
1) 擁擠(2) 可5:24; 可5:31