ταγή

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγή Medium diacritics: ταγή Low diacritics: ταγή Capitals: ΤΑΓΗ
Transliteration A: tagḗ Transliteration B: tagē Transliteration C: tagi Beta Code: tagh/

English (LSJ)

ἡ,
A line of battle, front, κἂν ἐκ τᾶς ταγᾶς ἔλσῃ ποκά Ar.Lys. 105.
2 command, province, Arist.Oec.1345b25.
3 command, order, Supp.Epigr.4.467.3 (Branchidae, iii A.D.).
4 pension, alimony, PEnteux.25.12 (iii B.C.).
5 ration, PCair.Zen.333.12, 569.22, al., Sammelb.6796.54 (all iii B.C.), BGU1118.16 (i B.C.), POxy. 1139.3 (iv A.D.), Hsch.; for a horse, Hippiatr.97.
6 stipulated amount to be delivered, λίθων PPetr.2p.7 (iii B.C.), cf. PFlor.119.6 (iii A.D.), Sammelb.7441.7 (iii A.D.).
7 penalty, fine, TAM2.40 (Telmessus).

German (Pape)

[Seite 1063] ἡ, das Ordnen, Beherrschen, die Herrschaft, Befehlshaberschaft, der Oberbefehl, Aesch. Ag. 111, die Schlachtordnung, Ar. Lys. 105 [wo α kurz ist].

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
commandement, autorité.
Étymologie: τάσσω.

Russian (Dvoretsky)

τᾱγή:
1 боевой порядок, строй, войско (Arph. - с ᾰ);
2 командный состав, предводители (Ἑλλάδος ἥβας Aesch.);
3 область, провинция, наместничество, Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ταγή: ἡ, ὡς τὸ τάξις, παράταξις, διευθέτησις, διάταξις, Λατ. acies, Ἀριστοφ. Λυσ. 105. 2) ἐπαρχία, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 1· ― περιληπτικῶς, ξύμφρων τ., οἱ ὁμονοοῦντες ἢ ὁμόφρονες ἄρχοντες ἢ αρχηγοὶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110. 3) διαταγή, διάταξις, Κλήμ. Ρώμ. 1. 20. ΙΙ. ὡσαύτως θηλ. τοῦ ταγός, Λεξικ. Χειρόγραφ. ἐν Osann Auctar. σ. 141, 154. [ᾰ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ᾱ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπερ ἄγει τινὰς τῶν κριτικῶν νὰ ἀναφέρωσι τὴν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ λέξιν εἰς τὸ ὄνομ. τάγης, ἀλλὰ τοῦτο δυσκολώτατα συμβιβάζεται πρὸς τὴν ἔννοια.].

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ταή Ν
νεοελλ.-μσν.
μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι
αρχ.
1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης
2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.)
3. διαταγή, εντολή
4. ηγεμονία, κυριαρχία («Ἀχαιών δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας ξύμφρονα ταγάνη», Αισχύλ.)
5. δωρεάν παρεχόμενο συσσίτιο
6. σιτηρέσιο
7. σύνταξη ή επίδομα διατροφής
8. ποινή, τιμωρία, πρόστιμο
9. συμφωνημένο ποσό για πληρωμή
10. φόρος τών σατραπών προς τον βασιλιά τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταγ- του ρ. τάσσω (πρβλ. παθ. αόρ. β' -τάγ-ην) + κατάλ. -ή. Ο νεοελλ. τ. ταή με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. φαΐ: φαγί)].

Greek Monotonic

τᾱγή: Δωρ. ταγά, ἡ (ταγός), διάταξη, διαταγή· περιληπτικά, ξύμφρων ταγά, η ομόφωνη γνώμη των αρχηγών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τᾱγή, δοριξ ταγά, ἡ, ταγός
an array, command:— collectively, ξύμφρων ταγά the chiefs of one mind, Aesch.