τρίγωνο

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

το / τρίγωνον ΝΜΑ
γεωμετρικό σχήμα το οποίο έχει τρεις γωνίες και τρεις πλευρές και δημιουργείται με τη συνένωση, από τρία ευθύγραμμα τμήματα, τριών σημείων που δεν βρίσκονται σε ευθεία
νεοελλ.
1. ξύλινο εργαλείο σχεδίασης το οποίο έχει συνήθως σχήμα ορθογώνιου τριγώνου
2. ξυλουργικό εργαλείο παρόμοιου σχήματος, το οποίο χρησιμεύει για εξακρίβωση δίεδρων γωνιών, κν. γωνιά
3. μουσ. α) μουσικό κρουστό όργανο από κεκαμμένη χαλύβδινη ράβδο σε σχήμα τριγώνου του οποίου η μία γωνία μένει ανοιχτή και το οποίο είναι αναρτημένο από σπάγγο και κρούεται με χαλύβδινη ράβδο
β) μεταλλικό όργανο με τριγωνικό σχήμα το οποίο χτυπούν τα παιδιά με μικρή ράβδο όταν ψάλλουν τα κάλαντα
4. ανατ. τριγωνικού σχήματος ανατομική χώρα
5. είδος γλυκίσματος με τριγωνικό σχήμα
6. φρ. α) «κορυφές τριγώνου» — τα τρία σημεία στα οποία τέμνονται οι πλευρές ενός τριγώνου
β) «πλευρές τριγώνου» — τα ευθύγραμμα τμήματα που ενώνουν τις κορυφές ενός τριγώνου
γ) «διάμεσος τριγώνου» — ευθεία που ενώνει την κορυφή ενός τριγώνου με το μέσο της απέναντι πλευράς
δ) «κέντρο βάρους τριγώνου» — το σημείο στο οποίο τέμνονται οι τρεις διάμεσοι ενός τριγώνου
ε) «ορθόκεντρο τριγώνου» — το σημείο στο οποίο τέμνονται τα τρία ύψη του τριγώνου
στ) «αμβλυγώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου η μία γωνία είναι αμβλεία
ζ) «αριθμητικό τρίγωνο» — σύνολο ακέραιων αριθμών διατεταγμένων σε σχήμα τριγώνου
η) «ισόπλευρο τρίγωνο» — τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές και συνεπώς και τις τρεις γωνίες του ίσες
θ) «ισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο που έχει δύο πλευρές ή δύο γωνίες ίσες
ι) «οξυγώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο που έχει και τις τρεις γωνίες οξείες
ια) «ορθογώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο που έχει μία γωνία ορθή
ιβ) «σκαληνό τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου και οι τρεις πλευρές είναι άνισες
ιγ) «στοιχεία τριγώνου» — κάθε μέγεθος, γωνία ή ευθύγραμμο τμήμα το οποίο ορίζεται σε ένα τρίγωνο
ιδ) «σφαιρικό τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου και οι τρεις πλευρές είναι τόξα μέγιστων κύκλων μιας σφαίρας
ιε) «ύψος τριγώνου» η κάθετος που άγεται από την κορυφή ενός τριγώνου προς την απέναντι πλευρά
ιστ) «τρίγωνο Πασκάλ» — τριγωνική διάταξη αριθμών που επινοήθηκε από τον Πασκάλ και που δίνει τους συντελεστές του αναπτύγματος (χ + α)μ
ιζ) «σύνδεση κατά τρίγωνο»
(ηλεκτρολ.) τρόπος συνδεσμολογίας τών αντιστάσεων κατανάλωσης σε ένα κύκλωμα τριφασικού εναλλασσόμενου ρεύματος κατά το οποίο οι αντιστάσεις έχουν τη θέση τών πλευρών ενός τριγώνου του οποίου οι κορυφές συνδέονται με τις τρεις φάσεις του ρεύματος
ιη) «Βόρειο Τρίγωνο»
αστρον. μικρός αστερισμός κάτω από τον αστέρα γ Ανδρομέδας ο οποίος βρίσκεται στην παρυφή της ζώνης του Γαλαξία και μεταξύ τών αστερισμών Ανδρομέδας, Κριού, Περσέως και Ιχθύων
ιθ) «Νότιο Τρίγωνο»
αστρον. μικρός αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου, καταφανέστερος του Βόρειου Τριγώνου, αλλά αόρατος στα βόρεια πλάτη
κ) «ιψενικό τρίγωνο» — βλ. ιψενικός
αρχ.
1. τριγωνοειδές μουσικό όργανο, παρεμφερές με μικρή άρπα, το οποίο είχε χορδές ισοπαχείς μεν, αλλά διαφορετικού μήκους και παιζόταν με τα δάχτυλα, κυρίως από γυναίκες, συνοδεύοντας το τραγούδι
2. ένα από τα δέκα τμήματα στα οποία διαιρούνταν η Ηλιαία, πιθανώς από το σχήμα του τόπου στον οποίο συνεδρίαζε το δικαστήριο
3. ονομασία αστερισμού
4. ονομασία φυτού στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. τρίγωνος.