ἀλλήλων
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Aeol. and Dor. ἀλλάλων, gen. pl., dua. ἀλλήλοιν, Ep. ἀλλήλοιϊν Il.10.65, fem. -αιν X.Mem.2.3.18 codd.: dat. ἀλλήλοις, αις, οις, dual ἀλλήλοιν: acc. ἀλλήλους, ας, a, dual ἀλλήλω (fem.) X.Mem. 2.3.18, cf. LXX Ge.15.10, al.: the dual is rare in Prose: sg., κεράμὡ ἁρμόττοντι πρὸς ἄλληλον IG2.1054.59: (redupl. from ἄλλος):—of one another, to one another, one another; hence, mutually, reciprocally, used of all three persons, Il.4.62, Od.1.209, etc.: freq with Preps., ἐν ἀλλήλοισι among one another, Pi.P.4.223,etc.; τούτω..ἐν ἀλλήλαισι A.Pers.188; πρὸς ἀλλήλους, εἰς ἄλληλα, Id.Pr.491,1086; ἐπί, πρὸς ἀλλήλοις, Od.22.389, A.Pers.506, Ag.654; ἐξἀλλήλων X.Mem. 4.4.23; κύκλὡ καὶ ἐξ ἀλλήλων δείκνυσθαι Arist.APr.57b18; παρ' ἀλλήλους, -α, Pl.Grg. 472c, Phdr.264b; ἡ δι' ἀλλήλων δεῖξις reciprocal proof, Arist.APr.59a32,cf.D.L.9.89, etc.; μετ' ἀλλήλων Arist.Pr. 953b32; πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα Pl.γργ. 451c; ὑπ' ἀλλήλων A.Th. 821 (Wrongly interpreted by Gramm. as ἑαυτούς, -ῶν, Il.12.105, Th.2.70, E.Fr.1124.)
German (Pape)
[Seite 103] ohne nom., von ἄλλος, im dual. bei Hom., ἀλλήλοιιν Versende Iliad. 10, 65. 13, 708. 16, 765 Od. 18. 38. 19, 384. 21, 15; ἀλλήλω v.l. Od. 21. 36, s. Eustath. Od. 21, 35 p. 1900, 31; 21, 36 p. 1900, 83: – einer des andern, unter einander, wechselseitig. Von Hom. an überall gebräuchlich z. B. Il. 6, 3 ἀλλήλων ἰθυνομένων χαλκήρεα δοῦρα, Scholl. Ariston ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ ἐπ' ἀλλήλους ἰθυνόντων, indem sie auf einander schossen; – Od. 12, 102 πλησίον ἀλλήλων für ἑτέρου, nach dem Sinne construirt, sie stehen nahe bei einander; oder es muß vom Vorhergehenden durch Interpunction so getrennt werden, daß es einen eigenen Satz bildet, πλησίον ἀλλήλων εἰσίν, vgl. Scholl. Nicanor; – Pind. ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι, sich gegenseitig unterhaltend, P. 4, 93; γάμον μῖξαι ibid. 223; Plat. οὔτε ἑαυτοῖς οὔτε ἀλλήλοις ὁμολογοῦσιν Phaedr. 237 c; πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα Gorg. 451 c; – Stellen wie Thuc. 2, 70. 3, 81 nöthigen nicht, ἀλλήλους für ἑαυτούς zu nehmen; eben so wenig Eur. Suppl. 698; – ὁ δι' ἀλλήλων τρόπος der Zirkelschluß in der Logik. – Adv. ἀλλήλως, wechselseig, Sp.
French (Bailly abrégé)
gén. pl. sans nomin;
dat. -οις, -αις, -οις ; acc. -ους, -ας, -α ; duel gén. -οιν, -αιν, -οιν ; acc. -ω, -α, -ω;
les uns les autres.
Étymologie: ἄλλος redoublé.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλήλων: дор. ἀλλάλων (λᾱ) (только dual. n gen., dat. и acc. pl.) взаимно, между собой, друг друга: ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Hom. (оба) они спорят между собой; ὑποείκειν τι ἀλλήλοισιν Hom. уступить в чем-л. друг другу; παραβαλόντες παρ᾽ ἀλλήλους σκεψώμεθα, εἴ τι διοίσουσιν ἀλλήλων Plat. сравним (их) друг с другом и посмотрим, отличаются ли они в чем-л. между собой.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλήλων: γεν. πληθ., δυϊκ. ἀλλήλοιν (ὀνομαστικὴ εἶναι ἀδύνατος): δοτ. ἀλλήλοις, αις, οις, δυϊκ. ἀλλήλοιν: αἰτ. ἀλλήλους, ας, α. Κατὰ διπλασιασμὸν ἐκ τοῦ ἄλλος, Λατ. alter alterius, alter alteri, alter alterum· ἐντεῦθεν, ἀμοιβαίως, ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν προσώπων, Ἰλ. Δ. 62, Ὀδ. Α. 209, κτλ.: ― ἐν Ὀδ. Μ. 102, κατὰ τὴν κοινὴν στίξιν, ἀλλήλων πρέπει νὰ ληφθῇ ἀντὶ τοῦ ἑτέρου· ἀλλ’ ἐὰν τὸ σημεῖον τῆς στίξεως τεθῇ μετὰ τὸ πλησίον (ἴδε Σχολ.), οὐδεμία ὑπάρχει δυσκολία. Τοῦ δυϊκοῦ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν δοτικὴν ἀλλήλοιιν ἀντὶ ἀλλήλοιν, ἴσως καὶ ὡς γεν. Ἰλ. Κ. 65· ἀλλὰ τούτω… ἐν ἀλλήλαισι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 188· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ὁ δυϊκὸς εἶναι σπάνιος. Συχνάκις μετὰ προθέσεων, ἐν ἀλλήλοις, μεταξὺ ἀλλήλων, Πινδ. Π. 4. 379, κτλ., εἰς ἀλλήλους, πρὸς ἀλλήλους, Αἰσχύλ. Πρ. 491, 1087· ἐπὶ ἢ πρός: ἀλλήλοις, Ὀδ. Χ. 389, Αἰσχύλ. Πέρσ. 506, Ἀγ. 654· ἐξ ἀλλήλων, Ξεν. Ἀπομ. 4. 4, 23, Ἀριστ., παρ’ ἀλλήλων, Ἡρόδ. παρ’ ἀλλήλους, -α, Πλάτ. Γοργ. 472C, Φαῖδρ. 264B· δι’ ἀλλήλων, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 5, 3, κτλ., μετ’ ἀλλήλων, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1· ὑπ’ ἀλλήλων, Αἰσχύλ. Θήβ. 821.
English (Autenrieth)
(ἄλλος, ἄλλος), gen. du. ἀλλήλοιιν, Il. 10.65: each other, one another, mutually.
English (Abbott-Smith)
ἀλλήλων (gen. pl.), dat. -οις, -αις, acc. -ους, -ας, -α (no nom.), recipr. pron. (< ἄλλος),
of one another, mutually: Mt 25:32, Mk 4:41, Jo 13:22, al.
English (Strong)
Genitive plural from ἄλλος reduplicated; one another: each other, mutual, one another, (the other), (them-, your-)selves, (selves) together (sometimes with meta or pros).
English (Thayer)
genitive plural (no nominative being possible); dative (οις, (αις, (οις; accusative (ους, (ας, one another; reciprocally, mutually: Homer down.)
Greek Monolingual
ἀλλήλων (ΑΜ)
(αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική
δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)
ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. άλλος. Από αρχικό ἄλλος ἄλλοιιν > ἀλλοαλλοιιν > ἀλλάλλ- (με κράση ή με έκταση του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με απλοποίηση του δεύτερου -λ- ἀλλάλ-, ἀλλήλ-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: ἀλλᾶ-ἄλλᾶν ή ουδετέρου: 'ἄλλα-ἄλλα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλίζω
μσν.- νεοελλ.
αλλήλως].
Greek Monotonic
ἀλλήλων: γεν. πληθ. (η ονομ. θεωρείται αδύνατη)· δοτ. ἀλλήλοις, -αις, -οις· αιτ. ἀλλήλους, -ας, -α· δυικ. γεν. και δοτ. ἀλλήλοιν, Επικ. ἀλλήλοιϊν, αναδιπλ. από το ἄλλος, ο ένας με τον άλλο, ο ένας στον άλλο, σε Όμηρ. κ.λπ.
Middle Liddell
[redupl. from ἄλλος
of one another, to one another, one another, Hom., etc.
Chinese
原文音譯:¢ll»lwn 阿累朗
詞類次數:代名詞(100)
原文字根:變更 變更
字義溯源:彼此,互相;源自(ἄλλος)*=別的)
出現次數:總共(100);太(3);可(5);路(11);約(15);徒(8);羅(14);林前(4);林後(1);加(7);弗(4);腓(1);西(2);帖前(5);帖後(1);多(1);來(1);雅(4);彼前(4);約壹(6);約貳(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 彼此(71) 太24:10; 太25:32; 可9:50; 路4:36; 路7:32; 路12:1; 約4:33; 約5:44; 約6:43; 約6:52; 約11:56; 約13:14; 約13:22; 約13:34; 約13:34; 約13:35; 約15:12; 約15:17; 約16:17; 約16:19; 約19:24; 徒4:15; 徒7:26; 徒15:39; 徒19:38; 徒21:5; 徒26:31; 徒28:4; 徒28:25; 羅1:12; 羅1:27; 羅12:10; 羅12:16; 羅13:8; 羅14:13; 羅14:19; 羅15:5; 羅15:7; 羅15:14; 羅16:16; 林前7:5; 林前11:33; 林前16:20; 林後13:12; 加5:17; 加5:26; 弗4:32; 弗5:21; 腓2:3; 西3:9; 帖前3:12; 帖前4:9; 帖前4:18; 帖前5:11; 帖前5:15; 帖後1:3; 多3:3; 來10:24; 雅4:11; 雅5:9; 雅5:16; 彼前1:22; 彼前5:14; 約壹1:7; 約壹3:11; 約壹3:23; 約壹4:7; 約壹4:11; 約壹4:12; 約貳1:5; 啓6:4;
2) 此(13) 可4:41; 可8:16; 可9:34; 可15:31; 路2:15; 路6:11; 路8:25; 路20:14; 路23:12; 路24:14; 路24:17; 路24:32; 林前12:25;
3) 互相(11) 太24:10; 羅2:15; 羅12:5; 加5:13; 加5:26; 加6:2; 弗4:2; 弗4:25; 雅5:16; 彼前4:9; 啓11:10;
4) 要彼此(3) 羅12:10; 加5:15; 西3:13;
5) 互⋯相(1) 加5:15;
6) 彼此的(1) 彼前5:5
Lexicon Thucydideum
alteri alteri alterorum, inter se, some...others, among themselves, 1.1.1, 1.2.2. 1.3.4, 1.3.41.5.1. 1.5.3, 1.6.1. 1.7.1. 1.8.2. 1.13.5. 1.14.2, 1.18.3. 1.18.31.20.1, 1.24.4, 1.30.5, 1.33.3,
ambo simul., both together. 1.44.1. 1.30.2. 1.48.3. 1.49.3. 1.49.7. 1.50.2. 1.51.3. 1.66.1. 1.73.4. 1.93.5, 1.105.6. 1.118.2. 1.140.2, 1.141.3. 1.146.1. 2.1.1. 2.3.2, 2.29.3. 2.37.2. 2.51.5. 2.52.2, 2.65.10. 2.11.1, 2.70.1, 2.81.3. 2.84.2, 2.84.3. 2.86.2, 2.86.5. 2.102.4, 3.9.2. 3.10.1. 3.12.1. 3.21.1. 3.22.2, 3.37.2. 3.49.1, 3.53.4, [Vat. Vatican manuscript ἀλλήλοις]. 3.75.1. 3.75.13.78.2. 3.81.3, [Schol. Scholiast ἀντὶ τοῦ ἑαυτούς.] 3.82.2. 3.83.2. 3.85.1. 3.86.2. 3.90.1. 3.114.3. 4.14.4. 4.19.1. 4.22.1. 4.25.12. 4.29.4. 4.34.1. 4.44.1, 4.47.3, 4.58.1, 4.58.14.59.4. 4.61.7. 4.62.4. 4.66.1, 4.78.4. 4.84.2, 4.93.1. 4.96.3. 4.97.3, 4.104.1. 4.118.13. 4.125.1. 5.17.2. 5.18.4. 5.25.3. 5.27.2. 5.32.5, 5.35.2, (mutuam, mutual) 5.35.8. 5.36.1, 5.38.1. 5.39.2. 5.39.3, 5.46.2, 5.48.2. 5.60.2, 5.64.4. 5.78.1. 5.80.1. 5.86.1. 6.7.1. 6.18.6, 6.20.1. 6.30.2. 6.31.3. 6.35.1, 6.41.2. 6.69.2. 6.70.1. 6.76.3. 6.77.2. 6.86.5, 6.88.2. 6.98.3. 6.103.4. 7.3.2. 7.22.2. 7.23.3, 7.25.8. 7.34.4. 7.34.6. 7.36.6, 7.38.1. 7.38.3, 7.39.2. 7.40.4. 7.44.2. 7.44.7. 7.57.1, 7.70.3. 7.70.5. 7.84.3. 7.85.1, 7.87.2, 8.33.2. 8.37.3. 8.38.3. 8.57.2, 8.63.2. 8.63.3. 8.66.3. 8.66.5. 8.77.1, 8.83.3, [Vat. Vatican manuscript κατ᾽] 8.84.3. 8.92.11.