ἀλλοδοξία

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοδοξία Medium diacritics: ἀλλοδοξία Low diacritics: αλλοδοξία Capitals: ΑΛΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: allodoxía Transliteration B: allodoxia Transliteration C: allodoksia Beta Code: a)llodoci/a

English (LSJ)

,
A mistaking of one thing for another, ib. 189b.
II revolutionary spirit, D.C.79.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I equivocación por tomar una cosa por otra, confusión ἀλλοδοξίαν τινὰ οὖσαν φευδῆ φαμεν εἶναι δόξαν Pl.Tht.189b, ἀπορία καὶ ἀ. Plot.4.4.17.
II 1opinión diferente o contraria al régimen político, oposición καθηγεμὼν ... ἀλλοδοξίας D.C.79.5.3.
2 heterodoxia Ath.Al.M.26.532B, cf. M.26.369A.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, für ψευδὴς δόξα, Plat. Theaet. l 89 b u. Sp., wie D. Cass. 79. 5.

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοδοξία) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία
αρχ.
σφαλερή γνώμη ή αντίληψη.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοδοξία:неправильное мнение, заблуждение Plat.

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ