ἀποστεγάζω

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστεγάζω Medium diacritics: ἀποστεγάζω Low diacritics: αποστεγάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: apostegázō Transliteration B: apostegazō Transliteration C: apostegazo Beta Code: a)postega/zw

English (LSJ)

A uncover, πυκινὸν ῥόον Emp.100.14(prob. in 42.1); ἀ. τὸν νεών unroof it, Str.8.3.30, cf. 4.4.6 (Pass.), IG12(3).325.30 (Thera, ii A.D., Pass.); ἀ. τὸ τρῆμα open it, Sotad.2.
2 take off a covering, τὴν στέγην Ev.Marc.2.4.
II = ἀποστέγω 1, cover closely, Thphr. CP 5.6.5, Arist.Pr.924a37.

Spanish (DGE)

I 1descubrir ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάς de la luna, Emp.B 42.1, πυκινὸν ῥόον Emp.B 100.14, τὸ τρῆμα Sotad.2.
2 levantar el techo, destechar τὸν νεών Str.8.3.30, τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαι Str.4.4.6, διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Eu.Marc.2.4, en v. pas. τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναι Artem.2.36 (p.165), ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅλη el (pórtico) está destechado todo, IG 12(3).325.30 (Tera II d.C.).
II recubrir ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.Pr.924a37, cf. Thphr.CP 5.6.5.

German (Pape)

[Seite 326] 1) abdecken, das Dach abtragen, Strab.; N.T.; öffnen, τρῆμα Sotad. bei Ath. XIV, 621 b. – 2) überdecken, theophr.

French (Bailly abrégé)

1 ôter le toit, découvrir ; ouvrir;
2 recouvrir.
Étymologie: ἀπό, στεγάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστεγάζω:
1 (о кровле), поднимать, открывать, (τὴν στέγην NT);
2 перен. открывать, вскрывать (τι Emped., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστεγάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, ὡσαύτως Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ ἱερόν, ἀφαιρῶ τὴν στέγην αὐτοῦ, Στράβ. 198· ἀπ. τὸ τρῆμα, ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = ἀποστέγω Ι, στεγάζω καλῶς, σκεπάζω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.

English (Strong)

from ἀπό and a derivative of στέγη; to unroof: uncover.

English (Thayer)

1st aorist ἀπεστέγασα; (στεγάζω, from στέγη); to uncover, take off the roof: ὑπεροων which see, and it was the roof of this which those who were bringing the sick man to Jesus are said to have 'dug out'; (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, House, p. 1104)). (Strabo 4,4, 6, p. 303; 8,3, 30, p. 542.)

Greek Monolingual

ἀποστεγάζω)
αφαιρώ τη στέγη, ξεσκεπάζω
νεοελλ.
(νομ.) αφαιρώ το δικαίωμα στέγασης από κάποιον ή διατάζω την έξωσή του από στέγη που του έχει παραχωρηθεί
αρχ.
σκεπάζω, καλύπτω τελείως.

Greek Monotonic

ἀποστεγάζω: μέλ. -σω, αφαιρώ τη στέγη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to uncover: to take off a roof, NTest.

Chinese

原文音譯:¢posteg£zw 阿坡-士帖瓜索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-排除
字義溯源:拆去屋頂,拆;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέγη)=屋頂)組成;而 (στέγη)出自(τέ)X*=樓板)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 就拆了(1) 可2:4