ἀψάλακτος
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
[ψᾰ], ον,
A untouched, unhandled, S.Fr.550.
2 scot-free, Crates Com.46, Ar.Lys.275.
Spanish (DGE)
-ον
no golpeado S.Fr.550
•indemne, ileso de Cleomenes, Ar.Lys.275, cf. Cratin.439.
German (Pape)
[Seite 420] unberührt, Soph. frg. 495, Suid. erkl. ἄθικτος; ungerupft, Ar. Lys. 275. Bei B. A. p. 475 ἀψάλλακτος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψάλακτος: [ᾰ], -ον, ἄψαυστος, ἄθικτος, ἀψηλάφητος, Σοφ. Ἀποσπ. 495, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 11.
2) «ἀπαθής, ἀτιμώρητος» (Σχολ.) Ἀριστοφ. Λυσ. 275.
Russian (Dvoretsky)
ἀψάλακτος: нетронутый, невредимый (ἀπῆλθεν ἀ. Arph.).
Translations
unharmed
Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume