ἐκχύνω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχύνω Medium diacritics: ἐκχύνω Low diacritics: εκχύνω Capitals: ΕΚΧΥΝΩ
Transliteration A: ekchýnō Transliteration B: ekchynō Transliteration C: ekchyno Beta Code: e)kxu/nw

English (LSJ)

v. ἐκχέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ύννω Eu.Matt.23.35, 26.28, Act.Ap.22.20
verter, derramar en v. pas. τὸ ... ὕδωρ μὴ ἔξω ἐκχύνηται al operar un autómata, Hero Spir.2.34 (p.310), πᾶν αἷμα ... ἐκχυννόμενον ἐπὶ τῆς γῆς Eu.Matt.l.c., cf. 26.28, Act.Ap.l.c., ῥήγνυται ὁ ἀσκὸς καὶ ἐκχύνεται ὁ οἶνος A.Phil.2.3, τὸ ὕδωρ τὸ ἐκχυννόμενον ἀεὶ τρέχει καὶ οὐχ ἵσταται Didym.in Ps.33.13, considerada palabra anticuada ἐῶ τὰ ἀρχαῖα ... τὸ πέταμαι καὶ <τὸ> ἐκχύνειν omito las palabras antiguas ... lo de «πέταμαι» y «ἐκχύνειν» Luc.Pseudol.29.

German (Pape)

[Seite 787] Sp., = ἐκχέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐκχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχύνω: NT = ἐκχέω I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχύνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἐκχέω, Λουκ. Ψευδολογ. 29.

Greek Monolingual

και εκχέω (AM ἐκχέω)
1. χύνω προς τα έξω, χύνω
(«τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας»)
2. μέσ. εκχύνομαι
α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι
β) εκρέω, αναβλύζω
γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι
αρχ.
1. δίνω, εκτείνω, στέλνω κάτι άφθονα
2. διασπείρω
3. εκκενώνομαι, διοχετεύομαι
4. (για σκεύος) χύνω μακριά, αδειάζω
5. (για λέξεις) ξεστομίζω, προφέρω, λέγω
6. σπαταλώ, καταναλώνω
7. καταστρέφω, ματαιώνω
8. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω
9. παθ. (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά
10. ρίπτω, καταρρίπτω
11. απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι
12. (για όρκους) παραβαίνω
13. μέσ. παραδίδομαι σε ένα πάθος, αισθάνομαι ευχαρίστηση
14. (για ύπνο) απομακρύνω, αποτινάσσω («ἐκχέω ὕπνον»).