ἐμφέρω

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφέρω Medium diacritics: ἐμφέρω Low diacritics: εμφέρω Capitals: ΕΜΦΕΡΩ
Transliteration A: emphérō Transliteration B: empherō Transliteration C: emfero Beta Code: e)mfe/rw

English (LSJ)

A bear in or bring in (v. infr. ΙΙ):—Pass., to be borne or be carried in, ἔν τινι Hp.Epid.7.40 (vulg. ἐκφέρω); δίναις A.R.4.613; βένθεσι πόντου Opp.H.1.81:—Med., carry with oneself, τι Arat.701.
II enter in an account, ἐν λήμυατι PEleph.15.4 (iii B. C.):—Pass., ἐνεφέρετο = an account was given, Glossariaad Plb.14.12.
III Pass., to be contained in, εἶδος ἐ. γένει Ph.1.460, al.: abs., Id.2.1,al.; τὰ ἐμφερόμενα τῷ πράγματι = matters appertaining to the subject, Longin.12.2, prob.in Id.10.1.
2 ἐμφέρεσθαι τῇ αἰτίᾳ = ἐνέχεσθαι, IG12(3).174.12 (Astypalaea, Epist.Aug.); ὁ ἐμφερόμενος = the party concerned, CPHerm.53.12 (pl., iii A. D.), etc.
IV ἐμφέρω, Thess., = εἰσφέρω, IG9(2).205 20 (Melitaea); also, = εἰσφέρω 1.4, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V. B.C.).

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐνφ- IG 92.609.10 (Naupacto VI a.C.)
• Morfología: [dór. fut. ind. 3a plu. ἐνοισέονται SEG 48.541.3 (Olimpia VI a.C.)]
A tr.
I en el sent. ‘en’, ‘dentro
1 gener. c. constr. de loc. o dat. llevar dentro, llevar consigo, medic. llevar en suspensión en v. pas., de sustancias en un líquido ἐν τῷ οὔρῳ πολλὰ τὰ ἐμφερόμενα ἦν en la orina había abundantes sustancias en suspensión Hp.Epid.7.40, cf. Prog.12 (cód.), Gal.8.4, en la comida ingerida ἐν τοῖς σιτίοις ... ἐμφέρεσθαι μόρια Gal.4.553, κατὰ μὲν τὸ περιέχον ἐμφέρεσθαί τινα λοιμοῦ σπέρματα Gal.7.291
gener., de las gotas de ámbar ἐμφέρεται δίναις A.R.4.613
en v. med. mismo sent. τὴν αὐτῷ Κενταύρῳ ... ἀθρόον ἐμφέρεται a la cual (la constelación de la Hidra) lleva consigo (la noche) entera junto con el propio Centauro Arat.701, ἐν πᾶσιν εἰκὼν τἀγαθοῦ τὸν Θεὸν ἐμφέρεται Iambl.Myst.3.27
raro en v. act., sin indic. local, c. ac. abstr. llevar dentro de uno, sentir íntimamente τέρψιν Chr.Pat.1402.
2 jur. y admin. meter dentro, incluir, en textos y documentos públicos legales registrar en v. pas., c. dat. ἡ προφορὰ Διδύμου ... ἐμφέρεται τοῖς ὑπ[ο] μνήμασιν el depósito de Dídimo se registra en el libro de cuentas, POxy.3767.23 (IV d.C.), εἰ ... ἰδικὰ πράγματα κινητὰ ... ὀνομαστὶ ταῖς ὑποθήκαις ἐμφέροιτο Iust.Nou.112.1, τὸ σύμφωνον τὸ τοῖς προικῴοις συμβολαίοις ἐμφερόμενον Iust.Nou.123.40, τῷ παρόντι νόμῳ ἐμφέρεται Iust.Nou.123.3.
II c. sent. de direcc. real o fig.
1 c. dat. de pers. atribuir, imputar οὓς αἰὲν ἐμφέρεις σύ μοι φόνους S.OC 989 (cód., var. ἐμφορεῖς).
2 c. dat. de dioses ofrecer, dedicar ofrendas δεῖπνα ἐμφέροντες αὐτῇ (Ἑκάτῃ) Corn.ND 34.
3 jur. presentar, aportar documentos probatorios ἐὰν μὴ ἐν διμήνῳ τὰς παραδείξεις ἐνε[νέ] γκωσι PAmh.68.72, cf. 63 (I a.C.), en v. pas. ib.69
tard., en documentos públicos exponer en v. pas. ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐμφερομένοις αὐτῷ κεφαλαίοις en todos los puntos fundamentales expuestos a él, PStras.40.27, cf. PLond.1008.10 (ambos VI d.C.).
B intr. gener. en v. med.-pas.
I en sent. ‘en’, ‘dentro
1 encontrarse, estar dentro en textos y mensajes, constar, figurar οὔδε γὰρ ὅλως τοὔνομα τοῦτ' ἐμφέροιτο ἐν τοῖς ἔπεσιν porque en absoluto se encuentra ese nombre en la epopeya Str.10.2.25, cf. Simp.in Ph.31.3, ὡς ἐμφέρεται ἐν τῇ τετάρτῃ τῶν βασιλείων Epiph.Const.Haer.9.2.6, ἐμφέρεσθαι παρὰ Ἀκύλᾳ Epiph.Const.Mens.237B, οὐκ ἐμφέρεται τοῖς πεπραγμένοις no consta en las actas Soz.HE 2.25.11, cf. Afric.Ep.Orig.80.6, Gr.Nyss.Ps.6 188.3, Epiph.Const.Anc.29.5, Haer.64.67.3, τέταρτον (κεφάλαιον), ᾧ πολλὰ ἐμφέρεται en la ley mosaica el cuarto principio que comprende muchas disposiciones Ph.2.208, ᾧ σχεδὸν πάντα τἄλλα ἐμφέρεται Ph.2.168, δύο μέρη ἐμφέρεται τῇ προτάσει S.E.M.7.28, cf. Ph.1.460
fig. estar inmerso en c. dat. de n. abstr. τῶν ἀνθρώπων τὸ γένος λύπαις ... ἐμφέρεσθαι Ph.2.30, ἐμφέρεται τοῖς πολυπλοκωτάτοις δικτύοις αὐτῆς (τῆς ἡδονῆς) Ph.1.316.
2 ir por dentro, moverse dentro de las criaturas marinas μυρία ... φύλα ... βένθεσι πόντου ἐμφέρεται πλώοντα Opp.H.1.81, cf. 5.108, ἅλμῃ ἐμφέρεται Opp.H.5.409, de la luna en el éter, Plu.2.928d, de una nave ἐν ἀπείρῳ πελάγει ἐμφερόμενοι Philostr.Her.74.5, cf. Gal.1.291
fig. ἐμφέρεσθαι ἐπάνω τοῦ ὕδατος θεοῦ πνεῦμα que el espíritu de Dios se movía sobre las aguas Numen.30.6.
3 fig. estar implicado o involucrado en algún asunto, guardar relación τῶν ἐμφερομένων τοῖς πράγμασι μορίων καὶ τόπων Longin.12.2, ὅσα ἤδη περὶ τὴν γένεσιν ἐμφέρεται Iambl.Myst.6.4, οἱ ἐμφερόμενοι κωμογραμματεῖς BGU 915.7, cf. POxy.1032.18 (ambos II d.C.), ὑπὲρ γῆς εἰς ἣν οὐκ ἐμφέρομαι por una tierra con la que no tengo ninguna relación, PSI 807.12 (III d.C.)
part. οἱ ἐμφερόμενοι los implicados, los interesados ἐξετάσαι τῶν οἰκετῶν τοὺς ἐνφερομένους τῇ αἰτίᾳ IG 12(3).174.12 (Astipalea I a.C.), ὡς προσφέρονται οἱ ἐμφερόμενοι como declaran los interesados, PMich.186.18 (I d.C.), οἱ ἐμφερόμενοι τῷ πράγματι BGU 390.7 (III d.C.)
neutr. plu. τὰ ἐμφερόμενα las cuestiones relativas, lo que está en relación con algo τὰ ἐμφερόμενα τῇ αὐτοῦ χρείᾳ PLond.974.4 (IV d.C.), τῇ παρούσῃ πράσει SB 5112.61 (VII d.C.).
II sent. de direcc. real o fig.
1 caer sobre, precipitarse, lanzarse διέγνωσαν ... γενναίως δὲ ἐμφέρεσθαι decidieron ... lanzarse valientemente LXX 2Ma.15.17.
2 parecerse, asemejarse, guardar relación c. dat. πᾶσι τούτοις ἐμφέρεταί πως ὁ εὐξάμενος a todos estos se parece de alguna manera el que hace el voto Ph.2.249, ὅσα τῶν ἑτερογενῶν ἐμφέρεται τῷ μέλιτι Gal.14.26, c. predic. πεποίηκεν ... Ἀντίοχον δὲ δορυφόρον ἐμφέρεσθαι e hizo ... a Antíoco parecerse a un doríforo de una estatua, Ps.Callisth.2.28Γ
raro en v. act. ὅτι μάλιστα ἐμφέροντες ... τοῖς Κτίσταις I.AI 18.22, c. εἰς y ac. (Χηνοβοσκία πόλις) μηδὲν εἰς τὴν προσηγορίαν ἐμφέρουσα (la ciudad de Cenobosquia) no guarda relación con su nombre (i.e. no tiene gansos), Alex.Polyh.5.
3 c. pred. del suj. y dat. de pers. volverse, hacerse πελιὸς δέ οἱ ἐμφέρεται χρώς Nic.Th.279, cf. Sch.ad loc.
C usos esp., en dorio equiv. a εἰσφέρω
1 pagar c. ac. de la suma pagada ἐμφερόντω τὰ ἐν τοῦς Αἰτωλοὺς γινόμενα que paguen las contribuciones a los Etolios, IG 92.188.20 (Melitea III a.C.), τὸν δὲ στατῆρα μὴ ἐμφερόντων FD 4.352.2.26 (II a.C.), οἱ ἐνενέγκαντες ἐν τὸ ἄλειμμα ... ἀργυρίου los que pagaron (tanto) dinero para el aceite, SEG 42.478.3 (Focea II a.C.).
2 de leyes presentar, introducir una propuesta para su consideración hόστις δὲ δαιθμὸν ἐνφέροι quien introduzca una propuesta de división, IG 92.609.10 (Naupacto VI a.C.).

German (Pape)

[Seite 819] (s. φέρω), hineintragen; pass., ἐν πελάγει, sich darin bewegen, befinden, Ap. Rh. 4, 613, wie βένθεσι πόντου Opp. H. 1, 81; vgl. Nic. Al. 23; auch in später Prosa. – Bei Soph. O. C. 993, φόνους μοι ἐμφέρεις, = vorwerfen. – Bei Nic. Al. 471 wird das med. »ähnlich sein« erkl., zw.

French (Bailly abrégé)

f. ἐνοίσω, etc.
I. porter dans ; particul. t. de méd. ingérer ; Pass.
1 être porté dans, se mouvoir dans, vivre dans;
2 être lancé ou emporté vers;
II. porter contre, d'où
1 imputer à : φόνους τινί SOPH porter contre qqn une accusation de meurtre;
2 rapprocher de ; Pass. être rapproché de ou semblable à;
Moy. ἐμφέρομαι porter avec soi ou en soi.
Étymologie: ἐν, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφέρω:
1 вносить, pass. (в чем-л.) носиться, двигаться (σελήνη ἐν τῷ αἰθέρι ἐμφερομένη Plut.);
2 Soph. v.l. = ἐμφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφέρω: μέλλ. ἐνοίσω, φέρω ἐντός, πρβλ. ἐμφορέω: - Παθ., φέρομαι ἐντός, ἔν τινι Ἱππ. 1221C· (μετὰ διαφ. γραφ. ἐκφ-), περιφέρομαι, βιῶ ἔν τινι, μυρία... φῦλα... βένθεσι πόντου ἐμφέρεται πλώοντα Ὀππ. Ἁλ. 1. 81· ἐν δίναις, δι. γραφ. ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 613: - Μέσ., φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, τι Ἄρατ. 701. ΙΙ. ἐνεφέρετο, ἐγίνετο λόγος, ἀνεφέρετο, ὑποσημ. ἐν Πολυβ. 14. 12 ἐν τέλει. ΙΙΙ. εἰσφέρω, Ἐπιγρ. Μελιταίων Θεσσαλίας, Ραγκαβῆ Ant. Hell. 692.

Greek Monolingual

ἐμφέρω (AM)
αναφέρω, περιέχω, περιλαμβάνω
αρχ.
1. φέρνω μέσα σε κάτι
2. εισφέρω, εισάγω
3. περιφέρομαι, βρίσκομαι, ζω κάπου
4. ενέχομαι
5. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐμφερόμενος
ο ενδιαφερόμενος, το ενδιαφερόμενο μέρος.

Greek Monotonic

ἐμφέρω: μέλ. ἐν-οίσω·
I. κουβαλώ ή εισάγω, φέρνω μέσα, πρβλ. ἐμφορέω.
II. ἐνεφέρετο, γίνονταν λόγος, υποσημ. στον Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ἐν-οίσω
I. to bear or bring in, cf. ἐμφορέω.
II. ἐνεφέρετο an account was given, Not. ad Polyb.