ἐνταφιάζω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
prepare for burial, lay out, LXX Ge.50.2, Ev.Matt.26.12, Plu.2.995c, AP 11.125: metaph., τὴν τυραννίδα τῇ πόλει Plu.Dio44:—Med., τὸ λοιπὸν ἐντεταφιασμένος περιπατεῖ Phld.Mort.38.
Spanish (DGE)
I tr.
1 enterrar, sepultar μηδὲ ἐγβληθῆναι ἐκ τοῦ τάφου ... μηδὲ ἀλλότριον ἐνταφιάσαι SIG 1235.5 (Cilicia I a.C.), ἰητρὸς ... εἰς ἐνταφιάζειν πέμπεν ὅλους αὐτῷ θεραπευομένους AP 11.125, fig. τὴν τυραννίδα Plu.Dio 44, ἑαυτοὺς ... ἐνταφιάσατε τοῖς ἀφθάρτοις ἐνταφίοις τῆς χάριτος sepultaos con las exequias incorruptibles de la gracia Chrys.M.59.581.
2 embalsamar ἐνεταφίασαν οἱ ἐνταφιασταὶ τὸν πατέρα LXX Ge.50.2, βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματος μου πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν Eu.Matt.26.12, cf. Plu.2.995c, Gr.Naz.M.36.656D, Ephr.Syr.2.237B, ὃν ἐνταφιάσασα καὶ ὀθονίοις τὸ σῶμα ἑλίξασα κατέθετο Pall.H.Laus.10.5, cf. 60.2, en v. pas. ὑπὸ Ἰωσήφ ... ἐντεταφιάσθαι τὸν Ιησοῦν μετὰ τῆς καὶ ἀλόης Origenes Fr.in Ps.44.9.
II intr., en v. med. prepararse para la sepultura, fig. perf. estar preparado para la muerte τὸ λοιπὸν ἐντεταφιασμένος περιπατεῖ Phld.Mort.38.17.
German (Pape)
[Seite 854] den Todten bestatten, einbalsamiren; Ep. ad. 26 (XI, 125); Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
préparer l'ensevelissement;
NT: embaumer, préparer pour l'ensevelissement.
Étymologie: ἐντάφιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐντᾰφιάζω: готовить к погребению, т. е. обряжать, преимущ. бальзамировать (νεκρόν Plut., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντᾰφιάζω: θάπτω, ἢ κάλλιον ἑτοιμάζω πρὸς ταφήν, Ἑβδ. (Γεν. Ν΄, 2), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 12, Πλούτ. 2. 995C, Ἀνθ. Π. 11. 125: ― ἐνταφιασμός, ὁ, ταφή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1009, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 8, κτλ.· παρὰ Σουΐδᾳ προσέτι, ἐνταφίασις, ἡ· ― ἐνταφιαστής, οῦ, ὁ, ὁ ἐνταφιάζων, ὁ ἔχων ἔργον νὰ ἐνταφιάζῃ, Ἑβδ. (Γεν. Ν΄, 2), ἴδε Franck. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 306, ἐπὶ τῶν Βακτριανῶν κυνῶν, Στράβων 517, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 125.
English (Strong)
from a compound of ἐν and τάφος; to inswathe with cerements for interment: bury.
English (Thayer)
1st aorist infinitive ἐνταφιάσαι; to see to τά ἐνταφια (from ἐν and τάφος), i. e. to prepare a body for burial, by the use of every requisite provision and funereal adornment, to wit, baths, vestments, flowers, wreaths, perfumes, libations, etc.; to lay out a corpse (Latin pollingere): Anthol. 11,125, 5; Plutarch, de esu earn. 1,5, 7 mor., p. 995c.)
Greek Monolingual
(AM ἐνταφιάζω)
τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, θάβω
νεοελλ.
φρ. «ενταφιάζω τις ελπίδες...» — θάβω, καθιστώ αδύνατη την πραγματοποίηση τών ελπίδων.
Greek Monotonic
ἐντᾰφιάζω: ετοιμάζω για ταφή, εκτελώ νεκρική προετοιμασία, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from ἐντᾰ́φιος]
to prepare for burial, NTest.
Chinese
原文音譯:™ntafi£zw 恩-他非阿索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-死
字義溯源:殯葬,裹纏,安葬;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τάφος)=墳墓)組成;而 (τάφος)出自(θάπτω)*=埋葬)。
同義字:1) (ἐνταφιάζω)殯葬 2) (θάπτω)埋葬 3) (συγκομίζω)一同搬運,埋葬
出現次數:總共(2);太(1);約(1)
譯字彙編:
1) 殯葬的(1) 約19:40;
2) 安葬(1) 太26:12