ἐπαληθεύω
English (LSJ)
A prove true, substantiate, verify, τὴν αἰτίαν, τὸν λόγον, Th.4.85,8.52; ἔργοις τὴν προσηγορίαν J.BJ7.8.1:—Pass., D.H.1.58.
2 prove one's right to, τοὔνομα, τὴν πρόσρησιν, Ph.2.6, 263.
II intr., to be true, genuine, ἐπαληθεῦον καὶ παγίως ἐνιδρυμένον ib.311, cf. Dam.Pr.31 bis, Sch.Pi.O.10.17.
2 ἐ. τῷ ὀνόματι use the name correctly, Plot.5.9.5; assert truly, Dexipp.in Cat.50.24 (Pass.); but οὐ γὰρ -εύει τῷ ἐξῃρημένῳ τὸ οἰκεῖον ὄνομα κατ' ἀκρίβειαν the transcendent is not strictly entitled to its own name, Dam.Pr. 7.
German (Pape)
[Seite 897] als wahr bestätigen, bewahrheiten, λόγον τινός Thuc. 4, 85. 8, 52, Schol. βεβαιοῦν; Sp., wie Luc. Lapith. 29; pass., D. Hal. 1, 58.
French (Bailly abrégé)
affirmer comme vrai.
Étymologie: ἐπί, ἀληθεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰληθεύω: объявлять правильным, удостоверять, подтверждать (λόγον τινός Thuc.; δόξαν τινά Plut.; τὰ ὑπό τινος κατηγορηθέντα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰληθεύω: ἀποδεικνύω τι ἀληθές, βεβαιῶ, κυρῶ, τὴν αἰτίαν, τὸν λόγον Θουκ. 4. 85., 8. 52: Παθ., Διον. Ἁλ. 1. 58.
Greek Monolingual
(AM ἐπαληθεύω)
1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.)
2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι υπόνοιές μου»)
αρχ.
1. αποδεικνύω την ορθότητα ενός πράγματος («ἐπαληθεύω τὴν πρόρρησιν», Φίλων)
2. μεταχειρίζομαι κάτι σωστά («ἐπαληθεύω τῷ ὀνόματι», Πλωτ.)
3. υποστηρίζω κάτι αληθινά, στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αληθεύω (< αληθής) ή από μη μαρτυρούμενο επαληθής].
Greek Monotonic
ἐπᾰληθεύω: μέλ. -σω, αποδεικνύω κάτι αληθές, επιβεβαιώνω, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. σω
to prove true, verify, Thuc.
Lexicon Thucydideum
verum declarare, confirmare, to declare the truth, prove, 4.85.1, 8.52.1.