ἐπαμύνω
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc.
2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b.
3 ward off, δολίην v.l. for ἀπαμύνω in AP5.6 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.
French (Bailly abrégé)
1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰμύνω: (ῡ) (эп. inf. praes. ἐπαμυνέμεν, aor. conjct. ἐπαμύνω)
1 оказывать помощь, защищать (τινί Hom., Arst., Plut.): ἐ. τοῖς πράγμασιν Dem. стараться поправить дела; οἱ ἐπαμύνοντες λόγοι Plat. доводы, доказательства;
2 защищать (от чего-л.), предотвращать (συμφοραῖς Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
English (Autenrieth)
aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).
Greek Monotonic
ἐπᾰμύνω: μέλ. -ῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζομαι, βοηθώ, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. -ῠνῶ
to come to aid, defend, assist, τινί Il., Thuc., etc.:—absol., Il., Hdt., etc.
Lexicon Thucydideum
opitulari, to aid, help, 1.25.2, 1.33.2, 1.101.1, [vulgo commonly ἐπαμύνειν] 3.14.1. 6.6.2, [vulgo commonly πέμψαντες] 6.18.1.