ἐπιβατεύω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβᾰτεύω Medium diacritics: ἐπιβατεύω Low diacritics: επιβατεύω Capitals: ΕΠΙΒΑΤΕΥΩ
Transliteration A: epibateúō Transliteration B: epibateuō Transliteration C: epivateyo Beta Code: e)pibateu/w

English (LSJ)

A set one's foot upon, occupy, c. gen., Συρίας Plu.Ant.28, cf. Luc.Cont. 2: metaph., take one's stand upon, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος ἐπιβατεύων = usurping it, Hdt.3.63, cf. 67,9.95; τῆς ἡγεμονίας D.C.79.7; τὸ τῆς οὐσίας ἓν -εῦον Dam.Pr.88; τούτου ἐ. τοῦ ῥήματος rely upon.., Hdt.6.65.
II. to be an ἐπιβάτης, passenger or soldier on board ship, επιβατεύω ἐπὶ [νεῶν] ib.15, al., Luc.Par.46; ἐπὶ νηί Pl.La.183d: c.dat., Ar.Ra.48 (with an obscene allusion, cf. ἐπιβαίνω A. 111.3).
2. mount, τοῦ θρόνου Philostr.VS2.8.2.

German (Pape)

[Seite 928] ein ἐπιβάτης sein, als Reisender od. Seesoldat auf einem Schiffe sein, vgl. Schol. Ar. Ran. 48; ἐπὶ πασέων τῶν νεῶν ἐπεβάτευον Πέρσαι Her. 7, 96; ἐφ' ᾗ (νηΐ, v.l. ἠς) ἐπεβάτευε Plat. Lach. 183 d; νεώς Luc. Paras. 46. – Auf Etwas treten, darauf fußen, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος, sich auf den Namen stützen, ihn zum Vorwande brauchen, Her. 3, 63. 67, vgl. 9, 95; Sp., wie τῆς ἡγεμονίας ἐπιβεβατευκέναι D. Cass. 79, 7; – hinaufsteigen, betreten, τῶν βασιλείων τοῦ Διός Luc. Contempl. 2; Συρίας, in Syrien eindringen, um es einzunehmen, Plut. Anton. 28; bei Ar. Ran. 48 Κλεισθένει, obscön, wie ein Schiff besteigen, wie bespringen von Tieren, Schol. ibd.

French (Bailly abrégé)

I. monter sur :
1 s'embarquer, être embarqué comme ἐπιβάτης;
2 monter sur, gén.;
3 empiéter sur, usurper (un nom, une fonction, etc.), gén.;
4 s'appuyer ou se reposer sur, gén.;
II. marcher contre, envahir : Συρίας PLUT la Syrie.
Étymologie: ἐπιβάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβᾰτεύω:
1 (о пассажирах или воинах), находиться на судне, плавать, (ἐπὶ νεώς Her.; ἐπὶ νηΐ Plat. и νεώς Luc.);
2 досл. опираться, перен. основываться (τούτου τοῦ ῥήματος Her.);
3 всходить, садиться (словно на корабль) (τινί Arph.);
4 захватывать, завладевать (Συρίας Plut.; τῶν βασιλείων τινός Luc.);
5 обманом присваивать себе (τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰτεύω: θέτω τὸν πόδα μου ἐπάνω εἴς τι, εἰσβάλλω, καταλαμβάνω μέρος τι, μετὰ γεν., Συρίας ἐπιβατεύειν ἔμελλον Πλούτ. Ἀντ. 28, πρβλ. Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 2.- Κατά Σουΐδ. «ἐπιβατεῦσαι, ἐπιβῆναι, κατασχεῖν»:- μεταφ., τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος ἐπιβατεύων, σφετεριζόμενος, Ἡρόδ. 3. 63, 67, πρβλ. 9. 95· τούτου ἐπ. τοῦ ῥήματος, στηριζόμενος ἐπὶ τούτου τοῦ ῥ., 6. 65. ΙΙ. εἶμαι ἐπιβάτης, δηλ. ταξειδιώτης ἢ στρατιώτης ἐπὶ πλοίου, ἐπ. ἐπὶ νεὼς Ἡρόδ. 6. 15., 7. 96, 184, Λουκ. Παράσ. 46, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 183D:- μετὰ δοτ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 48 μετ’ αἰσχροῦ τινος ὑπαινιγμοῦ, πρβλ. ἐπιβαίνω ΙΙΙ. 3. 2) ἀναβαίνω, τοῦ θρόνου Φιλόστρ. 580.

Greek Monolingual

ἐπιβατεύω (AM)
1. εισβάλλω, καταλαμβάνω
2. σφετερίζομαι
3. μετέχω («ψυχὴ τοῦ γηΐνου... ἐπιβατεύουσα»)
4. είμαι επιβάτης πλοίου
5. ιππεύω
μσν.
πατώ
αρχ.
1. στηρίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον
2. βατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατεύω «καταστρέφω»].

Greek Monotonic

ἐπιβᾰτεύω: μέλ. -σω (ἐπιβάτης),
I. πατώ το πόδι μου σε ένα μέρος, με γεν., σε Πλούτ.· μεταφ., κατασχέτω, οὐνόματος ἐπ., σφετερίζομαι όνομα, σε Ηρόδ.· ῥήματος ἐπ., στηρίζομαι σε ένα λόγο, στον ίδ.
II. μπαίνω σε πλοίο ως στρατιώτης, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω ἐπιβάτης
I. to set one foot upon a place, c. gen., Plut.:—metaph. to take one's stand upon, οὐνόματος ἐπ. to usurp a name, Hdt.; ῥήματος ἐπ. to rely upon a word, Hdt.
II. to be a soldier on board ship, Hdt.