ἴλιγγος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ὁ, (ἴλλω, εἴλω)
A spinning round; esp. swimming in the head, Hp.Aph. 3.17(pl.), Pl.R. 407c (pl.); σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι Id.Lg. 892e; also, disturbance of the bowels, Nic.Al.597.
2 in plural, eddies or wreaths of smoke, A.R.4.142.
3 whirlpool, Procop.Goth.4.6.
4 agitation of mind, Plu.2.1068c:—also written εἴλιγγος, A.R. l.c., Nic. l.c., Plu.Caes.60, and codd. Pl.
German (Pape)
[Seite 1251] ὁ (ἴλλω, εἴλω), das Drehen, der Schwindel, wo sich Alles mit dem Menschen umzudrehen scheint; Hippocr.; κεφαλῆς τινας διατάσεις καὶ ἰλίγγους Plat. Rep. III, 407 c; μὴ σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ὑμῖν ἐμποιήσῃ Legg. X, 892 e; Sp., wie συγχύσει καὶ ἰλίγγῳ κατειλημμένος Luc. Nigr. 35; Verwirrung, Plut. adv. stoic. 20. – Bei Ap. Rh. 4, 142 u. a. Sp. auch εἴλιγγος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 vertige;
2 confusion, trouble.
Étymologie: R. ϜελϜ, tourner ; cf. ἴλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἴλιγγος: (ῑλ), тж. εἴλιγγος ὁ тж. pl.
1 головокружение (κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἴλιγγοι Plat.; ἴ. ἀνισταμένοις μᾶλλον γίνεται ἢ καθίζουσιν Arst.; ἱορῶτος καὶ ἰλίγγου μεστός Plut.);
2 смятение, замешательство: συγχύσει καὶ ἰλίγγῳ κατειλημμένος Luc. приведенный в смущение и смятение.
Greek (Liddell-Scott)
ἴλιγγος: ὁ, (ἴλλω, εἴλω) ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός, ζάλη τῆς κεφαλῆς τοιαύτη, ὥστε νὰ νομίζῃ τις ὅτι περιστρέφονται τὰ πάντα περὶ ἑαυτόν, Λατ. vertigo, λιποθυμία, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Πολ. 407C· σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ· 892Ε· ὡσαύτως, ταραχή, διατάραξις τῆς κοιλίας, Νικ. Ἀλεξιφ. 610 2) ἀνεμοστρόβιλος κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 142. 3) διατάραξις φρενῶν, Πλούτ. 2. 1068C. - Ὡσαύτως φέρεται εἴλιγγος Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Νικ. Ἀλεξιφ. 609. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἴλιγγος καὶ ἶλιξ· ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός. ὁ γὰρ τῶν ἐντέρων θόρυβος ἰλεὸς λέγεται, ὁ σπαραγμός· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ταραχήν».
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἴλιγγος)
σκοτοδίνη, ζάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίλιγξ].
Greek Monotonic
ἴλιγγος: ὁ (ἴλλω, εἴλω), ζαλάδα, σκοτοδίνη, λιποθυμία, Λατ. vertigo, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
ἶλιγξ See also: s. εἴλιγγος, εἶλιγξ.
Middle Liddell
ἴλιγγος, ὁ, ἴλλω, εἴλω
a spinning round: esp. a swimming in the head, Lat. vertigo, Plat.
Frisk Etymology German
ἴλιγγος: ἶλιγξ
{íliggos}
See also: s. εἴλιγγος, εἶλιγξ.
Page 1,722
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ὁ (=ζάλη). Ἀπό τό εἴλω ἤ ἴλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.