ὁρμητήριον

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμητήριον Medium diacritics: ὁρμητήριον Low diacritics: ορμητήριον Capitals: ΟΡΜΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hormētḗrion Transliteration B: hormētērion Transliteration C: ormitirion Beta Code: o(rmhth/rion

English (LSJ)

Dor. ὁρματήριον (v. infr.), τό,
A stimulant, incentive, X.Eq.10.15 (pl.).
II (from Med. ὁρμάομαι) starting-place, military position, base of operations, Isoc.4.162, D.19.219 and 326; ὁρμητηρίῳ χρῆσθαι ταύτῃ τῇ πόλει πρὸς τὸν πόλεμον Plb.1.17.5, cf. 5.3.8; of a naval station, Str.5.2.5; πόλιν καὶ λιμένας καὶ ὁρματήρια (Dor.) παρέχειν SIG581.10 (Crete, iii/ii B. C.); of a wild beast's lair, Plu.2.961c: metaph., ὁ. ἐφ' ἡμᾶς εὐφὺς ἔχοντι τὴν φιλαυτίαν ib.48f; ὁρμητήριον τῆς εὑρέσεως base for investigation, Gal.4.634, cf. 10.158; πόλις ὁρμητήριον ἀκολασίας its head-quarters, Lib.Decl.25.12.

German (Pape)

[Seite 381] τό, 1) Mittel zum Antreiben, Anreizen, Reizmittel; Xen. Hipp. 10, 15; Isocr. 4, 162. – 2) der Ort, von wo man ausgeht, besonders in der Kriegssprache, von dem aus ein Feldherr seinen Angriff macht, Operationsbasis, militärischer Stützpunkt, πρὸς τὸν πόλεμον, Pol. 1, 17, 5, oft; ὁρμητήριον εὐφυὲς κατὰ τῆς τῶν πολεμίων χώρας, 5, 3, 9; so Dem. 19, 219, ἐν Εὐβοίᾳ κατασκευασθησόμενα ὁρμητήρια ἐφ' ὑμᾶς, u. ib. 326; auch τί προσῆκεν αὑτοῖς ὁρμητήριον καταλιπεῖν χρήσιμον τοῦ πρὸς ἡμᾶς πολέμου, 23, 181; Plut. übertr. es auf Tiere u. vrbdt παρασκευαζόμενον ὁρμητήρια καὶ καταφυγάς, de sol. anim. 3 p. 142. – Übh. Gelegenheit, Veranlassung wozu.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 moyen pour exciter (aiguillon, éperon, etc.);
2 lieu fortifié servant de base d'opérations, lieu d'où l'on fait des sorties et où l'on se réfugie, camp retranché, forteresse.
Étymologie: ὁρμάω.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμητήριον: τό
1 побудительное средство, побуждение Xen.;
2 воен. исходная позиция, опорный пункт, операционная база (ὁρμητηρίῳ χρῆσθαι ταύτῃ τῇ πόλει πρὸς τὸν πόλεμον Polyb.);
3 логовище, нора (ὁρμητήρια καὶ καταφυγαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμητήριον: τό, (ὁρμάω) μέσον πρὸς παρόρμησιν ἢ ἐξέγερσιν, μέσον ἐρεθιστικόν, διεγερτικόν, Ξεν. Ἱππ. 10. 15. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσου τύπου ὁρμάομαι), τόπος ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, στρατιωτικὴ θέσις χρησιμεύουσα ὡς κέντρον ἐνεργείας κατὰ τῶν πολεμίων, Ἰσοκρ. 74D, Δημ. 409. 5., 445, ἐν τέλ.· ὁρμητηρίῳ χρῆσθαι ταύτῃ τῇ πόλει πρὸς τὸν πόλεμον Πολύβ. 1. 17, 5, πρβλ. 5. 3, 9· ἐπὶ ναυτικοῦ σταθμοῦ, Στράβ. 222· ἐπὶ τῆς κοίτης ἢ τοῦ φωλεοῦ ἀγρίου θηρίου, Πλούτ. 2. 961Β. – Κατὰ Σουΐδ.· «ἔστι δὲ ὁρμητήριον, ὅθεν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον ἐξαρτύοντες ἐξίασι μαχεσόμενοι». – μεταφορ., ὁρμ. ἐφ’ ἡμᾶς εὐφυὲς ἔχον τι τὴν φιλαυτίαν αὐτόθι 48F, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· πόλις ὁρμ. ἀκολασίας, ἕδρα δηλ. αὐτῆς, Λιβάν. 4. 435· - πρβλ. ὁρμάω Β. 2. β.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον)
οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή
νεοελλ.
ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού του στόλου
αρχ.
1. μέσο για διέγερση ή για ενθάρρυνση, κίνητρο
2. φωλιά άγριου θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πατητήριον)].

Greek Monotonic

ὁρμητήριον: τό (ὁρμάω),
I. κάθε μέσο υποκίνησης ή εξέγερσης, ερέθισμα, παρόρμηση, σε Ξεν.
II. (από Μέσ. ὁρμάομαι), σημείο εκκίνησης ή αφετηρίας, στρατιωτική θέση, βάση επιχειρήσεων, γαλ. point d' appui, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὁρμητήριον, ου, τό, ὁρμάω
I. any means of stirring up or rousing, a stimulant, incentive, Xen.
II. (from Mid. ὁρμάομαἰ, a starting place, military position, base of operations, point d' appui, Dem., etc.

English (Woodhouse)

base of operations

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μέσο διεγερτικό, στρατιωτική θέση ἀπό ὅπου ξεκινᾶ κανείς). Ἀπό τό ὁρμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.