ὑπόχαυνος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ὑπόχαυνον,
A somewhat porous, Archig. ap. Orib.8.2.3.
II somewhat conceited, Ath.14.624e, Procl.Par.Ptol.233, Adam.2.21,23 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1239] ein wenig aufgeschwollen, gedunsen; auch übertr., eingebildet, ἦθος Ath. XIV, 624 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχαυνος: -ον, ὀλίγον τι χαῦνος ἢ πορώδης, ὁ Γαλατικὸς ἐλλέβορος ῥυσός, ὑπόχαυνος Ὀρειβάσ. 158 Matth.· τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα Ἐτυμ. Μ. 184, 54. ΙΙ. ὀλίγον ἐπηρμένος, «φαντασμένος», τὸ τῶν Αἰολέων ἦθος ἔχει τὸ γαῦρον καὶ ὀγκῶδες, ἔτι δὲ ὑπόχαυνον Ἀθήν. 624Ε, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 228.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. λίγο χαλαρός
2. λίγο πορώδης, λίγο σαθρός («τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. μτφ. λίγο φαντασμένος, λίγο ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαῦνος «πορώδης, χαλαρός»].