μία
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 181] ἡ, gen. μιᾶς, ion. u. ep. μιῆς, fem. zu εἷς, eine (vgl. ἴα). In späterer ion. Prosa auch μίη.
French (Bailly abrégé)
fém. de εἷς.
Russian (Dvoretsky)
μία: gen. μίᾶς - эп.-ион. μιῆς f к εἷς.
Greek (Liddell-Scott)
μία: ἡ γεν μιᾶς, Ἐπικ. καὶ Ἰων. μιῆς, θηλ. τοῦ εἷς.
English (Autenrieth)
see εἷς.
English (Strong)
irregular feminine of εἷς; one or first: a (certain), + agree, first, one, X other.
Greek Monolingual
και μια, η (ΑΜ μία)
θηλ. του ένας (εἷς)
νεοελλ.
1. θηλ. του απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια της μονάδας
2. θηλ. του αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα
3. (θηλ. της αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα) κάποια
4. φρ. α) (ως επίρρ.) «μια φορά και...» και «μια και...» και «μια φορά που...» και «μια που...» — αφού, εφόσον («μια και το έφερε η κουβέντα, θα στό πω»)
β) «μία σου και μία μου» — σειρά σου και σειρά μου, είμαστε πάτσι
γ) «μια για πάντα» — οριστικά, τελεσίδικα («τελειώσαμε μια για πάντα»)
δ) «μια και καλή» και «μια και έξω» — με μια και ολοκληρωμένη προσπάθεια, τελειωτικά
ε) «μια λέει ναι και μια λέει όχι» — άλλοτε μεν, άλλοτε δε
στ) «μια μπουκιά» και «μια σταλιά» και «μια στάλα» — ελάχιστος, μικροσκοπικός, ανάξιος λόγου, εντελώς ακίνδυνος
ζ) «μια ο ένας μια ο άλλος» — εναλλάξ, εκ περιτροπής
η) «μια τρύπα στο νερό» — λέγεται για να δηλώσει την πλήρη αποτυχία («τελικά, όσο και να προσπάθησε, μια τρύπα στο νερό έκανε»)
θ) «μια φορά»
i) εν πάση περιπτώσει, αναμφίβολα («εγώ μια φορά του το είπα»)
ii) χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια της αξίας, της ικανότητας και της δύναμης («είναι μορφωμένη μια φορά»)
iii) χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει αντίθετες έννοιες («μωρέ άνδρας μια φορά να σού πετύχει»)
ι) «μια φορά κι έναν καιρό» — κάποτε στο παρελθόν, πολύ παλιά
ια) «μια φούχτα» και «μια χούφτα» — ελάχιστη ποσότητα ή ελάχιστο πλήθος
ιβ) «μια χαρά» — πολύ ωραία («τά κατάφερα μια χαρά»)
ιγ) «είμαι μια χαρά» — είμαι πολύ καλά
ιδ) «μία-μία»
i) πολύ αργά («μην περπατάς μία-μία»)
ii) χωριστά, με τη σειρά
ιε) «τά έφερα μία η άλλη» — δεν είμαι ούτε κερδισμένος ούτε χαμένος
ιστ) «με μιας»
i) αίφνης, ξαφνικά
ii) χωρίς χρονοτριβή, αμέσως
iii) εξ ολοκλήρου
ιζ) «μια και μια» — διαλεγμένες, εκλεκτές («αυτές οι ντομάτες είναι μια και μια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἕνας].
Greek Monotonic
μίᾰ: ἡ, γεν. μιᾶς, Επικ. και Ιων. μιῆς, δοτ. μιᾷ, μιῇ, αιτ. μίᾰν, θηλ. του εἷς, ἕν, μία (τακτικό αριθμητικό).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: eine
See also: s. εἷς.
Frisk Etymology German
μία: {mía}
Grammar: f.
Meaning: eine
See also: s. εἷς.
Page 2,235