ἀπευθής
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
ἀπευθές, (πυνθάνομαι)
A not inquired into, unknown, κείνου δ'.. ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκεν Od.3.88, cf. Arat.259, etc.; ἀ. ἀκοῆ Max. Tyr. 17.9.
II Act., not inquiring, ignorant, ἦλθον.. ἀπευθής Od.3.184, cf. Cerc.5.3: c. gen., D.P.194, APl.4.303.
Spanish (DGE)
-ές
1 desconocido, ignorado κείνου δ' ... ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Od.3.88, αὐλοὶ ... ἀπευθέες ... κεῖσθ' AP 7.420 (Diot.Athen.), οὐ μέν πως ἀπόλωλεν ἀπευθὴς ἐκ Διὸς ἀστήρ Arat.259, τὸ δὲ θεῖον αὐτὸ ... ἀπευθὲς ἀκοῇ Max.Tyr.11.9.
2 que no sabe, ignorante ἦλθον ... ἀπευθής Od.3.184, οὔτι γ[ὰ] ρ εἶ λίαν ἀπευθής Cerc.3.3, λαός Nonn.Par.Eu.Io.1.31, νύμφη Nonn.D.3.324
•fig. ὀφθαλμοί Call.Fr.282
•c. gen. ἀ. ἀμήτοιο D.P.194, Ὁμηρείης μεγάλης ὀπὸς ... ἀ. AP 16.303, cf. Call.Fr.176.5.
German (Pape)
[Seite 289] ές, 1) unerforscht, unbekannt, ὄλεθρον Od. 3, 88; Suid. ἄφημος; Arat. oft. – 2) unerfahren, unkundig, Od. 3, 184; Ep. ad. 495 (Plan. 303); D. Per. 194.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 dont on n'a pas entendu parler, inconnu;
2 ignorant de.
Étymologie: ἀ, πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπευθής:
1 безвестный, тайный (ὄλεθρον Hom.);
2 не имеющий вестей, не знающий: ἦλθον ἀ. Hom. я вернулся, ничего не узнав.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευθής: -ές, (πυνθάνομαι) ὁ μὴ ἀκουσθείς, ἀνήκουστος, Λατ. ignotus· κείνου δ’… ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων, κατέστησεν ἀνήκουστον, «ὅτι ἀπευθὴς ἀλλαχοῦ μὲν ὁ μηδέν τι μαθών, ἐνταῦθα δὲ ὁ μὴ ἀκουσθεὶς» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Γ. 88· ἀπ. ἀκοῇ Μάξ. Τύρ. 17. 9. ΙΙ. «ὃς οὐδὲν οἶδεν, ἤγουν ὃς οὐδὲν ἐπύθετο» (Εὐστ.), ἦλθον… ἀπευθὴς Ὀδ. Γ. 184· μετὰ γεν. Διον. Περ. 194, Ἀνθ. Πλαν. 303.
English (Autenrieth)
έος (πεύθομαι): pass., unascertained; καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων, ‘put even his destruction beyond ken,’ Od. 3.88 (cf. 86, 87); act., without ascertaining, ‘uninformed,’ Od. 3.184.
Greek Monolingual
ἀπευθής, -ές (Α) πυνθάνομαι
1. αυτός που δεν έχει μαθευτεί, ανήκουστος, άγνωστος
2. απληροφόρητος, ακατατόπιστος.
Greek Monotonic
ἀπευθής: -ές (πυνθάνομαι),
I. αυτός για τον οποίο δεν έχουν ζητηθεί πληροφορίες, αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, άγνωστος, σε Ομήρ. Οδ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν είναι πληροφορημένος για κάτι, αδαής, αυτός που έχει άγνοια για κάτι, στο ίδ.
Middle Liddell
πυνθάνομαι
I. not inquired into, unknown, Od.
II. act. not inquiring, ignorant, Od.