κάθισμα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6_22)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθισμα''': τό, τὸ [[μέρος]] ἐφ’ οὗ τις κάθηται, ἐν τῷ πληθ. τὰ ὀπίσθια, οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 17. 43: = [[πυγή]], [[πρωκτός]], Λεοντ. Κύπρ. 1725Β.<br />2) [[κάθισμα]], [[ἕδρα]], Εὐσέβ. II. 1065Β, Καισάρ. 856, κλ.· - ἰδίως τὸ [[κάθισμα]] τοῦ αὐτοκράτορος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ, Χρον. Πασχ. 528, 5., 588, 19, κτλ.· - τὸ [[μέρος]] τοῦ θρόνου ἐφ’ οὗ κάθηταί τις, Κοσμ. Ἰνδ. 101Β, Βυζ. II. [[σμῆνος]], μελισσῶν Εὐστ. Πονημάτ. 58. 70. III. καθίζημα, καταπάτι, κατακάθισμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 95. VI. παρ’ Ἐκκλ., 1) τὸ κελλίον [[μοναχοῦ]], [[ὡσαύτως]] καθισμάτιον, τό, Παχώμ. 952Α. 2) ἓν ἐκ τῶν [[εἴκοσι]] μερῶν εἱς ἃ οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ διαιροῦνται, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὁποίου ἐν ταῖς μοναῖς οἱ μοναχοὶ ἐκάθηντο, Στουδ. 1705C, 1708B, C, Βαλσαμ. Λαοδ. 17 (Κασσιαν. I, 100A, 102A). 3) καθίσματα, τροπάρια, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ᾆσιν τῶν ὁποίων δύνανται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ κάθωνται, Λειτουργική.
|lstext='''κάθισμα''': τό, τὸ [[μέρος]] ἐφ’ οὗ τις κάθηται, ἐν τῷ πληθ. τὰ ὀπίσθια, οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 17. 43: = [[πυγή]], [[πρωκτός]], Λεοντ. Κύπρ. 1725Β.<br />2) [[κάθισμα]], [[ἕδρα]], Εὐσέβ. II. 1065Β, Καισάρ. 856, κλ.· - ἰδίως τὸ [[κάθισμα]] τοῦ αὐτοκράτορος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ, Χρον. Πασχ. 528, 5., 588, 19, κτλ.· - τὸ [[μέρος]] τοῦ θρόνου ἐφ’ οὗ κάθηταί τις, Κοσμ. Ἰνδ. 101Β, Βυζ. II. [[σμῆνος]], μελισσῶν Εὐστ. Πονημάτ. 58. 70. III. καθίζημα, καταπάτι, κατακάθισμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 95. VI. παρ’ Ἐκκλ., 1) τὸ κελλίον [[μοναχοῦ]], [[ὡσαύτως]] καθισμάτιον, τό, Παχώμ. 952Α. 2) ἓν ἐκ τῶν [[εἴκοσι]] μερῶν εἱς ἃ οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ διαιροῦνται, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὁποίου ἐν ταῖς μοναῖς οἱ μοναχοὶ ἐκάθηντο, Στουδ. 1705C, 1708B, C, Βαλσαμ. Λαοδ. 17 (Κασσιαν. I, 100A, 102A). 3) καθίσματα, τροπάρια, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ᾆσιν τῶν ὁποίων δύνανται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ κάθωνται, Λειτουργική.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κάθισμα]]) [[καθίζω]]<br />το [[έπιπλο]] ή το [[μέρος]] [[πάνω]] στο οποίο κάθεται [[κάποιος]], [[έδρα]], [[θέση]], [[καρέκλα]], [[έδρανο]] («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] που κάθεται [[κάποιος]] («προκλητικό [[κάθισμα]]»)<br /><b>2.</b> [[καθίζηση]] εδάφους ή οικοδομήματος, [[κατολίσθηση]]<br /><b>3.</b> (για πλοία) [[προσάραξη]] σε αβαθή νερά ή σε [[ξέρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />τροπάριο ή [[ψαλμός]] [[κατά]] την [[ανάγνωση]] ή [[μουσική]] [[εκτέλεση]] του οποίου οι εκκλησιαζόμενοι μπορούν να κάθονται, [[καταβασία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στήριγμα]], δοχείου, [[πυροστιά]]<br /><b>2.</b> [[πολιορκία]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] εγκατάστασης, [[κατοικία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κάθισμα]] του ήλιου» — η [[δύση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικία]] του [[μοναχού]], μικρή [[μονή]], [[σκήτη]], [[κελλί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του σώματος [[πάνω]] στο οποίο κάθεται [[κάποιος]], τα οπίσθια, οι γλουτοί<br /><b>2.</b> [[ίζημα]], [[κατακάθι]]<br /><b>3.</b> [[επιμέλεια]], [[προσήλωση]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθισμα Medium diacritics: κάθισμα Low diacritics: κάθισμα Capitals: ΚΑΘΙΣΜΑ
Transliteration A: káthisma Transliteration B: kathisma Transliteration C: kathisma Beta Code: ka/qisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A part on which one sits: in pl., buttocks, Sch. Aeschin.1.126.    2 seat, Simp.in Ph.347.9, Pall. in Hp.Fract.12.278C.    3 base of a still, Zos.Alch.p.224B.    II sinking, settling down, of a wall, Apollod.Poliorc.150.1.    2 sediment, Sch.Nic.Al. 95.

German (Pape)

[Seite 1286] τό, das Sitzen, die Sitzung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάθισμα: τό, τὸ μέρος ἐφ’ οὗ τις κάθηται, ἐν τῷ πληθ. τὰ ὀπίσθια, οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 17. 43: = πυγή, πρωκτός, Λεοντ. Κύπρ. 1725Β.
2) κάθισμα, ἕδρα, Εὐσέβ. II. 1065Β, Καισάρ. 856, κλ.· - ἰδίως τὸ κάθισμα τοῦ αὐτοκράτορος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ, Χρον. Πασχ. 528, 5., 588, 19, κτλ.· - τὸ μέρος τοῦ θρόνου ἐφ’ οὗ κάθηταί τις, Κοσμ. Ἰνδ. 101Β, Βυζ. II. σμῆνος, μελισσῶν Εὐστ. Πονημάτ. 58. 70. III. καθίζημα, καταπάτι, κατακάθισμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 95. VI. παρ’ Ἐκκλ., 1) τὸ κελλίον μοναχοῦ, ὡσαύτως καθισμάτιον, τό, Παχώμ. 952Α. 2) ἓν ἐκ τῶν εἴκοσι μερῶν εἱς ἃ οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ διαιροῦνται, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὁποίου ἐν ταῖς μοναῖς οἱ μοναχοὶ ἐκάθηντο, Στουδ. 1705C, 1708B, C, Βαλσαμ. Λαοδ. 17 (Κασσιαν. I, 100A, 102A). 3) καθίσματα, τροπάρια, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ᾆσιν τῶν ὁποίων δύνανται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ κάθωνται, Λειτουργική.

Greek Monolingual

το (AM κάθισμα) καθίζω
το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα»)
νεοελλ.
1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα»)
2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος, κατολίσθηση
3. (για πλοία) προσάραξη σε αβαθή νερά ή σε ξέρα
νεοελλ.-μσν.
τροπάριο ή ψαλμός κατά την ανάγνωση ή μουσική εκτέλεση του οποίου οι εκκλησιαζόμενοι μπορούν να κάθονται, καταβασία
μσν.
1. στήριγμα, δοχείου, πυροστιά
2. πολιορκία
3. τόπος εγκατάστασης, κατοικία
4. φρ. «κάθισμα του ήλιου» — η δύση
μσν.-αρχ.
κατοικία του μοναχού, μικρή μονή, σκήτη, κελλί
αρχ.
1. το μέρος του σώματος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, τα οπίσθια, οι γλουτοί
2. ίζημα, κατακάθι
3. επιμέλεια, προσήλωση.