λιθόλευστος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], adj. verb. de [[λεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], adj. verb. de [[λεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιθόλευστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων [[κατά]] τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[άξιος]] λιθοβολισμού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λιθόλευστος]] [[Ἄρης]]», <b>Σοφ.</b><br />[[θάνατος]] που επέρχεται με λιθοβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λευστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λεύω]] «[[λιθοβολώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημό</i>-<i>λευστος</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stoned, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λ. ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λ. Ἄρης death by stoning, S.Aj.254 (lyr.). 2 deserving to be stoned, Call.Epigr.42.5, Alex.Aet.3.12.
German (Pape)
[Seite 45] gesteinigt, Callim. 4 (XII, 73), wo man es auch steinigenswerth, verbrecherisch erkl.; ὑπὸ τῶν ὄχλων, D. Sic. 3, 47; ἄρης, Steinigungstod, Soph. Ai. 253.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόλευστος: -ον, λιθόβλητος, ὑπὸ τῶν ὄχλων Διόδ. 3. 47. λ. ποιεῖν τινα Πλούτ. 2. 313Β˙ - Ἄρης, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Σοφ. Αἴ. 254 (λυρ.). 2) ἄξιος λιθοβολισμοῦ, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 42. 5, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.
Étymologie: λίθος, adj. verb. de λεύω.
Greek Monolingual
λιθόλευστος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.)
2. ο άξιος λιθοβολισμού
3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ.
θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -λευστος < λεύω «λιθοβολώ», πρβλ. δημό-λευστος).