ἴσχω: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(SL_1) |
(18) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἴσχω]] <br /> <b>a</b> [[have]], [[bring]] [[with]] [[one]] ἴσχει τε γὰρ [[ὄλβος]] οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) σοφίαν ἃν [[ὀλίγον]] [[τοι]] ἀνὴρ [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἴσχει (v. l. in codd. Stobaei: ἰσχύει v. l. Stob.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2.<br /> <b>b</b> [[restrain]] [[ἀλώπηξ]], αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (v. l. ἰσχύει: v. ἀναπίτναμι) (I. 4.47) | |sltr=[[ἴσχω]] <br /> <b>a</b> [[have]], [[bring]] [[with]] [[one]] ἴσχει τε γὰρ [[ὄλβος]] οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) σοφίαν ἃν [[ὀλίγον]] [[τοι]] ἀνὴρ [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἴσχει (v. l. in codd. Stobaei: ἰσχύει v. l. Stob.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2.<br /> <b>b</b> [[restrain]] [[ἀλώπηξ]], αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (v. l. ἰσχύει: v. ἀναπίτναμι) (I. 4.47) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἰσχῶ (Μ)<br />[[ισχύω]], έχω τη [[δύναμη]], τη [[δυνατότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ενεστ. του ρ. [[ισχύω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
redupl. form of ἔχω (only found in pres., and impf. Act. and Pass., Ep. inf. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν, Od.20.330, Il.17.501), but in Hom. and Hes. almost always with a limited sense,
A keep back, restrain (v. infr. 11), δέος ἴσχει τινά Il.5.812,817, etc.; ἴ. τινὰ ἀνάγκῃ Od.4.558; θυμὸν ἴ. ἐν στήθεσσι Il.9.256; Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος Hes.Th.687; οὐδ' ἔτι σηκοὶ ἴσχουσι (the calves) Od.10.413; [πρὼν] ἴσχει ῥέεθρα Il.17.750; ἵππους ἴ. 15.456, etc.; ἶσχον βουλομένους τοὺς ἑπτὰ ἐς τὸ πρόσω παριέναι Hdt.3.77; μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Ar.V.1264; οὐδέποτέ γ' ἴσχει θύρα, prov. of those who keep open house, Eup.265; ἴσχε στόμα E.HF1244; ἴσχε δακὼν στόμα σόν S.Tr.976 (anap.); τὸ ἴσχον τὴν πορείαν X.An.6.5.13; χείμαρρον . . ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων keep it back, Il.5.90: c. gen., ξίφος ἴ. τινός to keep it from him, E.Hel.1656; ἴ. τῆς ῥοῆς, τοῦ ἰέναι, Pl.Cra.416b, 420e: folld. by inf., ἴ. τινὰ μὴ πράσσειν E.IA661:—Pass., to be checked, Gal.UP15.3: also impers., ἐν τούτῳ ἴσχετο here the matter stopped, X.An.6.3.9. 2 abs., ἴσχε hold, stay, stop! A.Ch.1052, S.Ichn.95; of ships, put in, v.l. in Th.2.91; Pol<*> ταῖς πόλεσι Id.7.35, cf. A.R.2.390; of rivers, stop, Arr.An.5. 9.4:—in this sense Hom. uses Med. or Pass., ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od.24.54, cf. Il.3.82; ἴσχεο check thyself, be calm, 1.214, 2.247, Od.22.356, etc.; keep quiet, 11.251: c. gen., ἴσχεσθαί τινος desist from a thing, 18.347, 24.323. II hold fast, hold, once in Hom., [κανόνα] ἀγχόθι στήθεος Il.23.762, cf. S.Aj.575, Ph.1111 (lyr.): metaph., keep, maintain, εὐφημίαν Id.Tr.178; ἐλπίσιν ἴ. τι ib.138; γνώμαν Id.Ph.853 (lyr.); ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν Pl.Tht.198a; of outward matters, ὀδύνη ἴ. τὴν γαστέρα affects it, Hp.Nat.Mul.14; τὸν αἶσ' ἄπλατος ἴσχει S.Aj.256 (lyr.); αἱ ἄτομοι τὸν παλμὸν ἴσχουσι keep up, Epicur.Ep.1p.8U.:—Pass., φθόῃ ἴσχεσθαι Isoc.19.11 (s.v.l., σχόμενον Blass); also τὸ ἰσχόμενον κατὰ διαφοράν that which is permanent in distinction, Chrysipp.Stoic.2.128. III after Hom., hold or have in possession, v.l. in Hdt.3.39, Th.3.58; have a wife, Hdt.5.92.β'; of women, ἴ. ἐν γαστρί or simply ἴ. to be pregnant, Hp. Epid.2.2.18, etc.; μετὰ τοῦτον ἴ. Κλεόμβροτον conceives Cl., Hdt.5.41: generally, like ἔχω, ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν S.Aj.520; λῆστιν ἴ. to be forgetful, Id.OC584; ἄλγος ἴ. Id.OT1031; γνώμαν ἴ., = γνῶναι, Id.El. 214 (lyr.); ἴ. δοῦλον βίον Id.Tr.302; νοῦν Pl.Smp.181d; ἐπωνυμίαν Id.Prm.130e; χρώματα Hp.Prog.12; κακώσιας Id.Art.61; receive, [πεμπάδα] SIG57.35 (Milet., v B.C.); ἰσχέτω δίκην καὶ ὑπεχέτω ib. 286.15 (iv B.C.), cf. IG5(2).357.23 (Stymphalus, iii B.C.): c. dupl. acc., ἴ. τινὰ ξύνευνον S.Aj.1301; θεὸν οὐ λήξω προστάταν ἴσχων Id.OT882 (lyr.). 2 have in it, involve, ὄλβος ἴ. φθόνον Pi.P.11.29; μετάστασιν ἴ. to be susceptible, capable of cure, Hp.Aph.5.7; ἀνάληψιν μετ' εὐπετείας Pl.Ti.83e; to be worth, dub. l. in Plb.5.26.13; v. ἰσχύω 3. 3 intr., to be, like ἔχω, ἀπολέμως ἴσχοντες Pl.Plt.307e; εὖ ἴ. τὸ σῶμα Id.R.411c; ὧδε Id.Phlb.38c; τοῖς πᾶσι χαλεπώτερον Th.7.50.
German (Pape)
[Seite 1274] verstärkte Form von ἔχω, nur praes. u. impf., halten, anhalten, zurückhalten, hemmen, Hom. u. Folgende; τινά τινος, Il. 5, 90; vgl. Eur. Hel. 1656; οὐδ' ἄρ' ἔτι Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος Hes. Th. 687; ἴσχειν δ' οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. Ant. 796; φθόνον, αἰετοῦ ῥόμβον, Pind. P. 9, 29 I. 3, 65; ἴσχε στόμα Eur. Herc. Fur. 1244; μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Ar. Vesp. 1264; ἴσχω τινὰ μή – Her. 1, 158; καὶ ἐμποδίζω Plat. Crat. 416 b; ὅ, τι τὸ ἴσχον εἴη, was das Hinderniß sei, Xen. An. 6, 3, 13; festhalten, halten, λαβὼν ἴσχε Soph. Ai. 574; ἐπιστήμην, im Ggstz von ἀφιέναι, Plat.; – παῖδας, Kinder haben, bekommen, Her. 5, 41; ἐν γαστρὶ ἴσχειν, schwanger sein, Hippocr.; – das Schiff wohin halten, anlanden, Ap. Rh. 2, 389; Thuc. 7, 35. 2, 91. In den andern Bdtgn von ἔχω ist es selten gebraucht (s. ἔχω), z. B. εὖ ἴσχων τὸ σῶμα Plat. Rep. III, 411 c; πράγματα χαλεπώτερον ἴσχοντα Thuc. 7, 50. – Med. an sich halten, ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od. 24, 54, vgl. Il. 2, 247; ἴσχεσθε πτολέμου, lasset ab vom Kampf, Od. 24, 531. So auch act., sc. ἑαυτόν, ἴσχε Aesch. Ch. 1048, halte dich, bleibe; χειμῶνος ἴσχουσιν οἱ ποταμοὶ ὀλίγοι τε γίγνονται Arr. An. 5, 9, 8. – Pol. 5, 26, 13 τάλαντον ἴσχειν, halten, werth sein; – ἴσχετο ἐν τούτῳ, dabei blieb es, es blieb beim Alten, der Vertrag kam nicht zu Stande, Xen. An. 6, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσχω: ἕτερος τύπος τοῦ ἔχω (ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ Παθ., Ἐπικ. ἀπαρ. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν, Ὀδ. Χ. 330, Ἰλ. Ρ. 501), ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μετὰ περιωρισμένης σημασίας, κωλύω, ἀναχαιτίζω, δὲν ἀφίνω τινὰ νὰ ἀπέλθῃ, κρατῶ ἐντός, περιορίζω (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ), ἢ νὺ σέ που δέος ἴσχει Ἰλ. Ε. 812, 817, κλπ.· Καλυψοῦς ἥ μιν ἀνάγκη ἴσχει Ὀδ. Δ. 558· θυμὸν ἴσχειν ἐν στήθεσσιν Ἰλ. Ι. 256· ἶσχεν ἑὸν μένος Ἡσ. Θ. 687. οὐδ’ ἔτι σηκοὶ ἴσχουσι (τοὺς μόσχους) Ὀδ. Κ. 413. πρὼν ποταμῶν... ῥέεθρα ἴσχει Ἰλ. Ρ.750. ἴσχειν ἵππους Ο. 456, κτλ.. οὕτω καὶ παρ’ Ἡρόδ. 3. 77, καὶ τοῖς Ἀττ.: - μετὰ γεν., χειμάρρου… τόν... οὔτ’ ἄρα ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων, τὸν ἐμποδίζει ἀπό..., Ἰλ. Ε. 90. ἀλλ’ ἴσχε μὲν σῆς συγγόνου... ξίφος, μὴ κτείνῃς αὐτήν, Εὐρ. Ἑλ. 1656. ἴσχ. τῆς ῥοῆς, τοῦ ἰέναι Πλάτ. Κρατ. 416Β, 420Ε. οὕτως, ἴσχ. τινὰ μὴ πράσσειν Εὐρ. Ι. Α. 661 πρβλ. ἔχω Α. ΙΙ. 8. ἴσχε δακὼν στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1244. τὸ ἴσχον, τὸ κωλῦον, θαυμάσας ὅ τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν Ξεν. Ἀν. 6. 3, 13. 2) ἀμεταβ., ἴσχε, «στάσου», ἴσχε, μὴ φοβοῦ, νικῶν πολὺ Αἰσχύλ. Χο. 1052· ἐπὶ πλοίων, εἶμαι ἠγκυροβολημένος, Θουκ. 2. 91, πρβλ. 7. 35. ἐπὶ ποταμῶν, «σταματῶ, ὀλιγοστεύω», Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· - ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασ. παρ’ Ὁμ. εἶναι εὔχρηστον τὸ Μέσ. ἢ Παθ., ἴσχεσθ’ Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Ὀδ. Ω. 54, πρβλ. Ἰλ. Γ. 82· σὺ δὲ ἴσχεο, «κρατήσου», γενοῦ ἥρεμος, «παύου» (Σχόλ.), Α. 244· ἴσχεο, «πέπαυσο» (Σχόλ.), Β. 247, Ὀδ. Χ. 356, κτλ… ἡσυχάζω, μένω ἥσυχος, σιωπῶ, καὶ ἴσχεο μηδ’ ὀνομήνῃς λ. 251: - μετὰ γεν., ἴσχομαί τινος, ἀπέχομαι ἀπό τινος, ἀφίσταμαι, ἀπομακρύνομαι, λώβης ἴσχεσθαι Ὀδ. Σ. 347, Υ. 285, Ω 323, 531· ἀλλά, ἴσχετο ἐν τούτῳ, ἀπροσ., ἐδῶ ἐσταμάτησε, διεκόπη (ἡ διαπραγμάτευσις), Ξεν. Ἀν. 6. 3, 9. ΙΙ. κρατῶ κανόνα ἀγχόθι δ’ ἴσχ’, εὐφήμει, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 178. ἐλπίσιν ἴσχειν τι, ἐλπίζειν τι, αὐτόθι 138. εἰ ταύταν τούτῳ γνώμαν ἴσχεις, ἐὰν ἐξακολουθῇς νὰ ἔχῃς ταύτην τὴν γνώμην ἢ τοῦτον τὸν σκοπὸν περὶ τούτου τοῦ ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 853. ἐπιστήμην Πλάτ. Θεαίτ. 198Α· ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὀδύνη ἴσχει τὴν γαστέρα, κατέχει, κυριεύει,ταλαιπωρεῖ, Ἱππ. 567. 38. τὸν αἶσ’ ἄπλατος ἴσχει Σοφ. Αἴ. 256. - Παθ., φθόῃ ἴσχεσθαι Ἰσοκρ. 386D. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ὡς τὸ ἔχω,.ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, κατέχω ὡς κτῆμά μου, Ἡρόδ. 2.39, Θουκ. 3. 58. ἔχω γυναῖκα, σύζυγον, Ἡρόδ. 5. 92, 2· - ἐπὶ γυναικῶν, ἴσχ. ἐν γαστρί, ἢ ἁπλῶς ἴσχειν, κυοφορεῖν, ἐγκυμονεῖν, Ἱππ. 1014F, κτλ.· ὡσαύτως, μετὰ τοῦτον ἴσχει Κλεόμβροτον Ἡρόδ. 5. 41· ἀκολούθως ὡσαύτως, ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, ἔχε καὶ ἐμὲ εἰς τὴν μνήμην σου, Σοφ. Αἴ. 520· λῆστιν ἴσχεις ἐπιλανθάνει, λησμονεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 584· ἄλλος ἴ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1031· γνώμην ἴ. γνῶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 214· ἴ. δοῦλον βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 302. νοῦν Πλάτ. Συμ. 181D· ἐπωνυμίαν, θάρσος, δέος, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 130Ε, κτλ.· - μετὰ διπλῆς αἰτ., ἴσχ. τινὰ ξύνευνον Σοφ. Αἴ. 1031· θεὸν οὐ λήξω προστάταν ἴσχων ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 882. 2) περιέχω, περιλαμβάνω, ἐπιφέρω, φθόνον ἴσχει ὄλβος Πινδ. Π. 11. 45· - οὕτως, αἱ ψῆφοι τάλαντον ἴσχουσιν, ἰσοδυναμοῦσι πρός… Πολύβ. 5. 26, 13· ἡ δὲ μνᾶ ἴσχει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 1· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις: ἰσχύουσι, ἰσχύει, ἴδε ἰσχύω 3. 3) ἀμεταβ., ὡς τὸ ἔχω, ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν, Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. εὖ ἴσχ., εὖ ἔχειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 411 C. ὧδε ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 38 C· χαλεπώτερον Θουκ. 7. 50.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἴσχον;
A. tr. I. tenir :
1 tenir fortement, tenir, acc.;
2 avoir, posséder : παῖδας HDT avoir des enfants ; fig. ἄλγος ἴσχειν SOPH éprouver de la douleur ; δέος ἴ. SOPH avoir de la crainte, craindre ; Pass. ἴσχεσθαι φθόῃ ISOCR être atteint de consomption, de phtisie;
II. retenir, arrêter, empêcher : ἵππους IL arrêter des chevaux ; θυμὸν ἴ. ἔνι στήθεσσιν IL contenir sa colère dans son cœur ; δέος ἴσχει τινά IL la crainte arrête qqn ; avec μή : ἴσχ. τινὰ μὴ πράσσειν EUR empêcher qqn de faire ; τὸ ἴσχον XÉN l’obstacle;
B. intr. 1 se tenir, se comporter : ἴ. χαλεπώτερον THC être dans une situation plus difficile;
2 se retenir, s’arrêter : ἴσχε ESCHL arrête-toi ! halte-là ! en parl. de navires être à l’ancre;
Moy. ἴσχομαι (impf. ἰσχόμην) s’arrêter : ἴσχεσθ’, Ἀργεῖοι OD arrêtez-vous, Grecs ! avec un gén. : ἴσχεσθαί τινος OD se désister de qch, cesser qch ; ἐν τούτῳ ἴσχετο (s.e. τὸ πράγμα) XÉN l’affaire en restait là (propr. s’arrêtait à ce point).
Étymologie: R. Σεχ, tenir ; ἴσχω = *σισέχω, cf. ἔχω.
English (Autenrieth)
(σισέχω, root σεχ, ἔχω), inf. ἰσχέμεναι, mid. ipf. ἴσχετο: hold in the simplest sense, then hold back, check, restrain, τινός, ‘from’ something, Il. 5.90; mid., restrain oneself, stop, desist from (τινός), Od. 22.367, Od. 24.54.
English (Slater)
ἴσχω
a have, bring with one ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) σοφίαν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει (v. l. in codd. Stobaei: ἰσχύει v. l. Stob.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2.
b restrain ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (v. l. ἰσχύει: v. ἀναπίτναμι) (I. 4.47)
Greek Monolingual
ἰσχῶ (Μ)
ισχύω, έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του ρ. ισχύω].