καλαμίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(13_3)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] ὁ, = [[καλάμινος]], Sp., ein Heros in Athen, s. nom. pr., den Franke in der Recension der Dissenschen Ausgabe von Dem. or. de cor. zu einem Heros der Schulmeister macht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] ὁ, = [[καλάμινος]], Sp., ein Heros in Athen, s. nom. pr., den Franke in der Recension der Dissenschen Ausgabe von Dem. or. de cor. zu einem Heros der Schulmeister macht.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καλαμίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(παλαιοβοτ.)</b> [[γένος]] [[φυτών]] που έχουν εκλείψει<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[καλάμι]] ή κατασκευασμένος από [[καλάμι]], [[καλάμινος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[καλαμίτης]] [[ἥρως]]» — κωμική [[προσωνυμία]] του χειρουργού Αριστομάχου, που [[ανδριάντας]] του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος [[κωμικώς]] «ὁ [[ἥρως]] ὁ [[ἰατρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζευγ</i>-[[ίτης]], <i>λικν</i>-[[ίτης]]). Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>calamites</i> <span style="color: red;"><</span> [[καλαμίτης]]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλαμίτης Medium diacritics: καλαμίτης Low diacritics: καλαμίτης Capitals: ΚΑΛΑΜΙΤΗΣ
Transliteration A: kalamítēs Transliteration B: kalamitēs Transliteration C: kalamitis Beta Code: kalami/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A = καλάμινος, reed-like, στύραξ Alex.Trall.5.4, al., Aët.1.133.    II ὁ κ. ἥρως, perh. the hero of the probe or, of the splints, nickname of Aristomachus, a surgeon who had a statue at Athens, called ὁ ἥρως ὁ ἰατρός, D.18.129, cf. 19.249.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, = καλάμινος, Sp., ein Heros in Athen, s. nom. pr., den Franke in der Recension der Dissenschen Ausgabe von Dem. or. de cor. zu einem Heros der Schulmeister macht.

Greek Monolingual

ο (Α καλαμίτης)
νεοελλ.
1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν εκλείψει
αρχ.
όμοιος με καλάμι ή κατασκευασμένος από καλάμι, καλάμινος
2. φρ. «ὁ καλαμίτης ἥρως» — κωμική προσωνυμία του χειρουργού Αριστομάχου, που ανδριάντας του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος κωμικώς «ὁ ἥρωςἰατρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ίτης (πρβλ. ζευγ-ίτης, λικν-ίτης). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. calamites < καλαμίτης].