κνέφας: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[γνόφος]], [[δνόφος]]): [[darkness]], [[dusk]], of the [[first]] [[part]] of the [[night]]. | |auten=(cf. [[γνόφος]], [[δνόφος]]): [[darkness]], [[dusk]], of the [[first]] [[part]] of the [[night]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνέφας]], -ους και -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκότος]], [[σκοτάδι]]<br /><b>2.</b> το [[λυκόφως]], το [[σούρουπο]] ή η [[αυγή]], τα χαράματα (α. δύῃ τ' [[ἠέλιος]] καὶ ἐπὶ [[κνέφας]] ἱερὸν ἔλθη», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «πρῲ [[πάνυ]] τοῡ κνέφους», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i> «[[σκοτεινός]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ίσως ανάγονται και τα [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], [[ψέφας]]. Οι φωνητικές διαφορές τους αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]] και όλα συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]». Στην [[περίπτωση]] των [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]] δεν αποκλείεται [[συμφυρμός]] της εν λόγω ρίζας με το [[νέφος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κνέφας]] συνδέεται με το λατ. <i>creper</i> «[[σούρουπο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνεφάζω]], [[κνεφαίος]], [[κνεφώδης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Att. gen.
A κνέφους Ar.Ec.290, Com.Adesp.35, later κνέφατος Plb.8.26.10; dat. κνέφᾳ X.HG7.1.15, κνέφεϊ AP7.633 (Crin.), as if from κνέφος, cited by Hsch., Suid., Phot.: (cf. δνόφος):—darkness, Hom. (only in nom. and acc.), of the evening dusk, twilight, εἰς ὅ κε . . δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Il.11.194, 209: later, generally, darkness, δυσάλιον κ. A.Eu.396 (lyr.); νυκτός Id.Pers.357, cf. E.Ba.510, etc.; τὸ κατὰ γᾶς κ. Id.Hipp.836 (lyr.): metaph., τοῖον ἐπὶ κ. ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378 (lyr.). 2 morning twilight, πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar.Ec.290; ἅμα κνέφᾳ at dawn, X.l.c., Cyr.4.2.15.
German (Pape)
[Seite 1459] αος, τό, att. auch gen. κνέφους, Ar. Eccl. 396, Sp. κνέφατος, Pol. 8, 28, 10; dat. κνέφαϊ, att. κνέφᾳ, Xen. Hell. 7, 1, 15, κνέφεϊ Crinag. 38 (v II, 733); vgl. δνόφος, νέφος, die Alten falsch von κενὸς φάους, Plut. pr. trig. 9; – Finsterniß, Dunkelheit, bes. die zunächst nach Sonnenuntergang eintretende, die Abenddämmerung, oft; ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν Il. 1, 475, vgl. 11, 194; εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας Aesch. Pers. 349; δυσήλιον Eum. 374; σκότιον, νύχιον, Eur. Bacch. 510 Troad. 543; auch τὸ κατὰ γῆς, Hipp. 836; ἀμ φὶ κνέφας Xen. An. 4, 2, 9; – auch von der Morgendämmerung, πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar. Eccl. 290, ἅμα κνέφᾳ Xen. Hell. 7, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κνέφας: γνόφος, δνόφος φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.)
French (Bailly abrégé)
κνέφους (τό) :
dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ;
1 crépuscule du soir;
2 crépuscule du matin;
3 en gén. obscurité.
Étymologie: Deux thèmes : th. κνεφατ-, > dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ ; th. κνεφε-, > gén. κνέφεος-ους.
English (Autenrieth)
(cf. γνόφος, δνόφος): darkness, dusk, of the first part of the night.
Greek Monolingual
κνέφας, -ους και -ατος, τὸ (Α)
1. σκότος, σκοτάδι
2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwsep «σκοτεινός». Στην ίδια ρίζα ίσως ανάγονται και τα δνόφος / γνόφος, ζόφος, ψέφας. Οι φωνητικές διαφορές τους αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού και όλα συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα». Στην περίπτωση των κνέφας, δνόφος / γνόφος δεν αποκλείεται συμφυρμός της εν λόγω ρίζας με το νέφος. Κατ' άλλη άποψη, το κνέφας συνδέεται με το λατ. creper «σούρουπο».
ΠΑΡ. αρχ. κνεφάζω, κνεφαίος, κνεφώδης].