ξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(T22)
(27)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐξηρανα (ξηραίνομαι; [[perfect]] 3rd [[person]] [[singular]] ἐξήρανται (ἐξηραμμενος; 1st aorist ἐξηράνθην; cf. Buttmann, 41 (36); (from [[ξηρός]], [[which]] [[see]]); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for יִבֵּשׁ and הובִישׁ; to [[make]] [[dry]], [[dry]] up, [[wither]]: [[active]], [[τόν]] [[χόρτον]], to [[become]] [[dry]], to be [[dry]], be [[withered]] (cf. Buttmann, 52 (45)) (the Sept. for יָבֵשׁ): of plants, ἡ [[πηγή]], τό [[ὕδωρ]], to [[waste]] [[away]], [[pine]] [[away]]: ἐξηραμμενη [[χείρ]], a [[withered]] [[hand]], R G in 3.
|txtha=1st aorist ἐξηρανα (ξηραίνομαι; [[perfect]] 3rd [[person]] [[singular]] ἐξήρανται (ἐξηραμμενος; 1st aorist ἐξηράνθην; cf. Buttmann, 41 (36); (from [[ξηρός]], [[which]] [[see]]); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for יִבֵּשׁ and הובִישׁ; to [[make]] [[dry]], [[dry]] up, [[wither]]: [[active]], [[τόν]] [[χόρτον]], to [[become]] [[dry]], to be [[dry]], be [[withered]] (cf. Buttmann, 52 (45)) (the Sept. for יָבֵשׁ): of plants, ἡ [[πηγή]], τό [[ὕδωρ]], to [[waste]] [[away]], [[pine]] [[away]]: ἐξηραμμενη [[χείρ]], a [[withered]] [[hand]], R G in 3.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξεραίνω]] (ΑΜ [[ξηραίνω]]) [[ξηρός]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ξηρό αφαιρώντας το [[νερό]], την [[υγρασία]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναισθητοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξεραίνομαι</i><br />α) [[πεθαίνω]]<br />β) <b>μτφ.</b> i) [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]]<br />ii) [[μένω]] [[κατάπληκτος]], αποσβολωμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία [[κατά]] την [[εφαρμογή]] τους υπό [[μορφή]] λεπτών επικαλύψεων [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη [[στερεά]] [[κατάσταση]]<br />β) «ξεραίνομαι στα γέλια» — [[γελώ]] υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον δυσκοίλιο («[[ξηραίνω]] τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[παράλυτος]].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηραίνω Medium diacritics: ξηραίνω Low diacritics: ξηραίνω Capitals: ΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: xēraínō Transliteration B: xērainō Transliteration C: ksiraino Beta Code: chrai/nw

English (LSJ)

fut.

   A -ᾰνῶ E.Cyc.575: aor. ἐξήρἀνα Th.1.109, Hp.Epid.2.3.2, but ἐξήρηνα Id.Hum.1, Mul.2.112, Aret.CD1.3 :—Pass., fut. ξηρανθήσομαι Gal.1.516, etc., but Med. ξηρᾰνοῦμαι in same sense, Hp.Aff.25, Arist.Mete.356b25 : aor. ἐξηράνθην Il.21.345, Hp.Epid.5.30, Pl.Phlb.31e : pf. ἐξήρασμαι Hp.Vict.2.66, Loc.Hom.29, Antiph. 217.13 ; ἐξήραμμαι Thphr.CP5.14.6, Ev.Marc.3.1, POxy.1188.19 (i A.D.), Sch.Ar.Pl.1082 ; inf. ἀπ-εξηράνθαι Hp.Mul.1.17 ; part. ἐξηρᾱμένος only late, Sch.Porph.Abst.2.6 : (ξηρός) :—parch, dry up, ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος E.l.c.; of the sun, X.Mem.4.3.8, etc.; τὸ σῶμα πρὸς ἀέρα ξ. Jul.Or.6.203b ; make costive, τὴν κοιλίην Hp.Aph.3.17, cf. 2.20 (Pass.):—Pass., to be or become dry, parched, ἐξηράνθη πεδίον Il.l.c., cf. Pl.Ti.88d, etc. ; to be withered, ἐξηράνθη ἡ συκῆ Ev.Matt. 21.19, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.12, POxy.l.c.    2 drain dry, ξηράνας τὴν διώρυχα Th.1.109.    3 metaph., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Teles p.34 H.    b Pass., of a paralytic, Ev.Marc.9.18.

German (Pape)

[Seite 279] ξηρανῶ, perf. pass. ἐξήρασμαι, s. ἀποξ., u. ἐξήραμμαι, Schol. Ar. Plut. 1082, ἐξήραμαι scheint schlerhaft, Schäf. Schol. Ap. Rh. 3, 276 u. Lob. Phryn. 502; trocknen, dörren, πᾶν δ' ἐξηράνθη πεδίον, Il. 21, 345, es wurde trocken; ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος, Eur. Cycl. 572; ξηράνας τὴν διώρυχα, Thuc. 1, 109; ξηραινόμενον, im Ggstz zum ὑγραινόμενον, Plat. Tim. 88 d; τὸ ξηρανθέν, Phil. 31 e; Gegens. von ἁδρύνω bei Früchten, Xen. Mem. 4, 3, 8; Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ: ἀόρ. ἐξήρᾱνα. - Παθ., μέλλ. ξηρανθήσομαι Γαλην., κλ., ἀλλὰ μέσ. ξηρανοῦμαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. 523. 7. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 5: ἀόρ. ἐξηηράνθην Ἰλ., Πλάτ.: πρκμ. ἐξήρασμαι Ἱππ. 418. 46., 365. 37, Ἀντιφάν. ἐν «Φίλοθηβαίῳ» 1. 13· ἐξήραμμαι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 6, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1082, κτλ. (πρβλ. ἀποξηραίνω)· οὐχὶ ἐξήρᾱμαι, Λοβεκ. Φρύνιχ. 502· (ξηρός). Ἀποξηραίνω, «στεγνώνω», ξηρανεῖ σ’ ὁ Βάκχιος Εὐρ. Κύκλ. 575· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ., στεγνώνω, καθιστῶ δυσκοίλιον, τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. αὐτόθι 1245· - Παθ., ἀποξηραίνομαι, «στεγνώνω», ἐξηράνθη πεδίον Ἰλ. Φ. 345, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 88D, κτλ. 2) ἀποξηραίνω, ἀφαιρῶ τὸ ὕδωρ, Λατ. siccare, ξηράνας τὴν διώρυχα Θουκ. 1. 109. 3) μεταφορ., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 18.

French (Bailly abrégé)

f. ξηρανῶ, ao. ἐξήρανα, pf. inus.
Pass. f. ξηρανθήσομαι, ao. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι, postér. ἐξήραμμαι;
sécher, dessécher ; Pass. se dessécher, être desséché.
Étymologie: ξηρός.

English (Autenrieth)

only pass. aor., ἐξηράνθη, was dried up. (Il.)

Spanish

secar

English (Strong)

from ξηρός; to desiccate; by implication, to shrivel, to mature: dry up, pine away, be ripe, wither (away).

English (Thayer)

1st aorist ἐξηρανα (ξηραίνομαι; perfect 3rd person singular ἐξήρανται (ἐξηραμμενος; 1st aorist ἐξηράνθην; cf. Buttmann, 41 (36); (from ξηρός, which see); from Homer down; the Sept. chiefly for יִבֵּשׁ and הובִישׁ; to make dry, dry up, wither: active, τόν χόρτον, to become dry, to be dry, be withered (cf. Buttmann, 52 (45)) (the Sept. for יָבֵשׁ): of plants, ἡ πηγή, τό ὕδωρ, to waste away, pine away: ἐξηραμμενη χείρ, a withered hand, R G in 3.

Greek Monolingual

και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) ξηρός
καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω
νεοελλ.
1. αναισθητοποιώ
2. σκοτώνω
3. μέσ. ξεραίνομαι
α) πεθαίνω
β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά
ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος
4. φρ. α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία κατά την εφαρμογή τους υπό μορφή λεπτών επικαλύψεων πάνω στην επιφάνεια άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη στερεά κατάσταση
β) «ξεραίνομαι στα γέλια» — γελώ υπερβολικά
αρχ.
1. κάνω κάποιον δυσκοίλιο («ξηραίνω τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. μτφ. υποβάλλω κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, ταλαιπωρώ
3. παθ. μένω παράλυτος.