νομεύω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(SL_2) |
(27) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[νομεύω]] <br /> <b>1</b> [[put]] to [[graze]] νόμευε δ fr. 15 Schr. = fr. 6a d. Snell. | |sltr=[[νομεύω]] <br /> <b>1</b> [[put]] to [[graze]] νόμευε δ fr. 15 Schr. = fr. 6a d. Snell. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νομεύω]] (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) [[νομεύς]]<br />[[διευθύνω]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], έχω υπό τον έλεγχό μου, [[εξουσιάζω]] («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ [[δούκας]]», Χρον. Μoρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] σε κάποιον την [[κυριότητα]] ενός πράγματος ή [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου<br /><b>3.</b> [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ενεργώ]], [[διαπράττω]]<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) α) έχω [[κάτι]] στην κυριότητά μου<br />β) (για δικαστική [[αρχή]]) [[κάνω]] [[κατάσχεση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομεύομαι</i><br />(για ζώα) [[βόσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] [[ποίμνιο]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[βοσκός]], [[βόσκω]] [[κοπάδι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχημα) [[οδηγώ]], [[διευθύνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νομοὺς [[νομεύω]]» — [[παρασκευάζω]] ή [[βρίσκω]] βοσκοτόπια. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A put to graze, drive afield, in Act., of the shepherd, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Od.9.336; ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα ib.217; ἀγέλην ν. Pl.Plt.265d:—Pass., metaph., of ἀνθρώπων ἀγέλαι, ib.295e. 2 βουσὶ νομοὺς ν. eat down the pastures with oxen, Lat. depascere, h.Merc.492. 3 abs., to be a shepherd, tend flocks, Theoc.20.35. II later, = νωμάω, direct, manage, Nonn.D.7.110.
Greek (Liddell-Scott)
νομεύω: (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, βόσκω, ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ οὕτως, ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, αὐτόθι 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι ποιμήν, νέμω ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = νωμάω, διευθύνω, κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110.
French (Bailly abrégé)
mettre en pâture.
Étymologie: νομή.
English (Autenrieth)
ipf. ἐνόμευε: pasture, μῆλα. (Od.)
English (Slater)
νομεύω
1 put to graze νόμευε δ fr. 15 Schr. = fr. 6a d. Snell.
Greek Monolingual
νομεύω (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) νομεύς
διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δούκας», Χρον. Μoρ.)
μσν.
1. μεταβιβάζω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος ή παρέχω σε κάποιον το δικαίωμα κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος
2. κρατώ κάτι στα χέρια μου
3. οικειοποιούμαι κάτι
4. ενεργώ, διαπράττω
5. (ενεργ. και μέσ.) α) έχω κάτι στην κυριότητά μου
β) (για δικαστική αρχή) κάνω κατάσχεση
6. μέσ. νομεύομαι
(για ζώα) βόσκω
αρχ.
1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνιο στη βοσκή
2. είμαι βοσκός, βόσκω κοπάδι
3. (σχετικά με όχημα) οδηγώ, διευθύνω
4. φρ. «νομοὺς νομεύω» — παρασκευάζω ή βρίσκω βοσκοτόπια.