Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραπλέω: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(T22)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist infinitive παραπλεῦσαι; to [[sail]] by, [[sail]] [[past]], ([[παρά]], IV:1): [[with]] an accusative of [[place]], [[Thucydides]] 2,25; [[Xenophon]], anab. 6,2, 1; [[Hell]]. 1,3, 3; [[Plato]], Phaedr., p. 259a.)  
|txtha=1st aorist infinitive παραπλεῦσαι; to [[sail]] by, [[sail]] [[past]], ([[παρά]], IV:1): [[with]] an accusative of [[place]], [[Thucydides]] 2,25; [[Xenophon]], anab. 6,2, 1; [[Hell]]. 1,3, 3; [[Plato]], Phaedr., p. 259a.)  
}}
{{grml
|mltxt=ιων. τ. [[παραπλώω]], ΝΑ<br /><b>1.</b> [[πλέω]] παραλλήλως [[προς]] [[κάτι]] και σε μικρή [[απόσταση]] από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλέω]] [[παρά]] την [[ακτή]] (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] («παραπλέειν τὰς συμφοράς», Άμφις).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλέω Medium diacritics: παραπλέω Low diacritics: παραπλέω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΩ
Transliteration A: parapléō Transliteration B: parapleō Transliteration C: parapleo Beta Code: paraple/w

English (LSJ)

Ion. παρα-πλώω Orph.A.733, 1271 : Ep. aor. 2 παρέπλων (v. infr.) :—

   A sail by or past, abs., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω . . Ἀργώ was the only ship that sailed through that way, Od.12.69, cf. X.An.5.1.11 ; ἐν χρῷ παραπλέοντες sailing close in, Th.2.84, cf. 90 ; π. παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Hdt.7.100 ; π. τὴν Ἔφεσον sail past Ephesus, Act.Ap. 20.16.    2 coast by or along, ὃς τῆς Ἀττικῆς ταῦτα μὴ -πέπλωκε Hdt.4.99, cf. Isoc. 15.123 ; ἐς Σικυῶνα Th.1.111 ; ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν X.An.5.6.10, cf. D.35.31 ; ἐκεῖθεν X.HG5.4.61 ; π. ἀπὸ κάλω, v. κάλως.    3 metaph., π. τὰς συμφοράς sail past, escape them, Amphis 3.4.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλέω), daneben-, vorbeischiffen, an Etwas hinfahren, Plat. Phaedr. 259 a; bes. an der Küste hinfahren, Thuc. 3, 62; ἔπλεον παρὰ γῆν καὶ παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν ἀκτήν, Xen. An. 6, 2, 1; Hell. 4, 5, 17; Pol. 1, 25, 1 u. öfter; παρ' αὐτὰς τὰς πρώρας, Xen. Hell. 1, 5, 12; vgl. noch Thuc. 1, 61, heranschiffen, hinfahren, τινί, Pol. 31, 26, 15, παρέπλευσανεἰς Σικυῶνα, Thuc. 1, 111: Xen. An. 5, 6, 10 u. öfter; παραπλευστέος, wo man vorbeischiffen muß, Strab. 8, 3, 27; – ὁ παραπλέων, der Handlungsdiener, der zur Aufsicht über die Waaren mitschifft. – Vgl. auch παραπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλέω: Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -οῦμαι· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παρέπλων, ἴδε κατωτ. Πλέω παρά τι, παρέρχομαι πλέων, ἀπολ., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω.. Ἀργώ, ἦτο τὸ μόνον πλοῖον ὅπερ ἔπλευσε διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ μέρους, παρῆλθε δι’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ (πρβλ. παραπέμπω), Ὀδ. Μ. 69, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 1, 11· ἐν χρῷ παραπλέοντες, πλέοντες τόσον πλησίον ὅσον πλησίον τοῦ δέρματος διέρχεται τὸ ξυράφιον κατὰ τὸ ξύρισμα (πρβλ. Οὐεργιλ. radere iter), Θουκ. 2. 84, πρβλ. 90. 2) πλέω πλησίον ἢ παρά τι ἐπὶ τῶν πλεόντων παρὰ τὴν ἀκτήν, π. τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 4. 99., 7. 100 εἰς Σικυῶνα Θουκ. 1. 111· ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10· ἐκεῖθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 61· πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. §131, Δημ. 933. 11· π. ἀπὸ κάλω, ἴδε κάλως. 3) μεταφορ. π. τὰς συμφοράς, παρέρχομαι πλέων, διαφεύγω, Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1.

French (Bailly abrégé)

1 naviguer auprès de ou le long de, acc. ; particul. naviguer le long de la côte, côtoyer;
2 aller par eau d’un endroit à un autre ; avec idée d’hostilité παρ’ αὐτὰς τὰς πρῴρας τῶν νεῶν XÉN gouverner pour aller sur les proues même des navires.
Étymologie: παρά, πλέω.

English (Strong)

from παρά and πλέω; to sail near: sail by.

English (Thayer)

1st aorist infinitive παραπλεῦσαι; to sail by, sail past, (παρά, IV:1): with an accusative of place, Thucydides 2,25; Xenophon, anab. 6,2, 1; Hell. 1,3, 3; Plato, Phaedr., p. 259a.)

Greek Monolingual

ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ
1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.)
2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.)
αρχ.
μτφ. διαφεύγω, ξεφεύγω («παραπλέειν τὰς συμφοράς», Άμφις).