πρεσβεία: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(T22) |
(34) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πρεσβειας, ἡ ([[πρεσβεύω]]);<br /><b class="num">1.</b> [[age]], [[dignity]], [[right]] of the [[first]] [[born]]: [[Aeschylus]] Pers. 4; [[Plato]], de rep. 6, p. 509b.; [[Pausanias]], 3,1, 4; 3,3, 8.<br /><b class="num">2.</b> the [[business]] [[usually]] to be entrusted to [[elders]], [[specifically]], the [[office]] of an [[ambassador]], an [[embassy]] ([[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]]); [[abstract]] for the [[concrete]], an ambassage, i. e. ambassadors, Luke 19:14. | |txtha=πρεσβειας, ἡ ([[πρεσβεύω]]);<br /><b class="num">1.</b> [[age]], [[dignity]], [[right]] of the [[first]] [[born]]: [[Aeschylus]] Pers. 4; [[Plato]], de rep. 6, p. 509b.; [[Pausanias]], 3,1, 4; 3,3, 8.<br /><b class="num">2.</b> the [[business]] [[usually]] to be entrusted to [[elders]], [[specifically]], the [[office]] of an [[ambassador]], an [[embassy]] ([[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]]); [[abstract]] for the [[concrete]], an ambassage, i. e. ambassadors, Luke 19:14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. [[πρειγεία]] και [[πρειγηΐα]] και αργ. τ. [[πρεσγέα]], ἁ, Α<br /><b>1.</b> [[αποστολή]] πρέσβεων, αντιπροσώπων για [[διαπραγμάτευση]]<br /><b>2.</b> οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι<br /><b>3.</b> [[διαπραγμάτευση]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[μεσολάβηση]] («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς», Θεία Λειτουργ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διπλωματική [[αντιπροσωπεία]] κράτους σε [[πρωτεύουσα]] ξένου κράτους<br /><b>2.</b> το [[ίδρυμα]] ή [[οίκημα]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένη η [[αντιπροσωπεία]] αυτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ηλικία]] πρεσβυτέρου, [[γηρατειά]]<br /><b>2.</b> τα δικαιώματα πρεσβυτέρου<br /><b>3.</b> υψηλή κοινωνική [[θέση]], [[αξίωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρεσβεύω]] (για τους διαλεκτικούς τ. <b>βλ. λ.</b> [[πρέσβυς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A age, seniority, right of the elder, κατὰ πρεσβείαν A.Pers.4 (anap.), Arist.Pol.1259b12: hence, 2 rank, dignity, πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχειν Pl.R. 509b. II embassy, Ar.Lys.570, Pl.R.422d, al. 2 body of ambassadors, Ar.Ach.647, Eq.795, Th.1.72, 4.118, X.Cyr.2.4.1, Aeschin. 1.23 (pl.), etc.; καλέσαι ἐπὶ ξένια τὴν π. IG12.19.14, al.; καλέσαι τὴν π. ἐπὶ δεῖπνον ib.22.1.54. III intercession, Phalar.Ep.33.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, 1) das Alter u. die auf dem höhern Alter beruhende Würde; κατὰ πρεσβείαν, nach dem Vorrechte der Erstgeburt, Aesch. Pers. 4; vgl. Plat. ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐσίας πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχοντος, Rep. XI, 509 b. – 2) Gesandtschaft, gew. die Gesandten selbst; Thuc. 4, 118; αἱ ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου πρεσβεῖαι, 5, 27 u. öfter; Plat. κήρυξιν ἢ πρεσβείαις ἢ καί τισι θεωροῖς, Legg. XII, 950 d; πρεσβείαν πέμψαντες εἰς τὴν πόλιν, Rep. V, 422 d; Xen., Dem. u. Folgde. Auch allgemeiner, Botschaft.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. (πρεσβεύω, être âgé);
1 ancienneté, droit d’ancienneté ou d’aînesse;
2 dignité, rang élevé;
II. (πρεσβεύω, être ambassadeur);
1 députation, ambassade;
2 les députés ou ambassadeurs, la légation.
Étymologie: πρεσβεύω.
Spanish
English (Strong)
from πρεσβεύω; seniority (eldership), i.e. (by implication) an embassy (concretely, ambassadors): ambassage, message.
English (Thayer)
πρεσβειας, ἡ (πρεσβεύω);
1. age, dignity, right of the first born: Aeschylus Pers. 4; Plato, de rep. 6, p. 509b.; Pausanias, 3,1, 4; 3,3, 8.
2. the business usually to be entrusted to elders, specifically, the office of an ambassador, an embassy (Aristophanes, Xenophon, Plato); abstract for the concrete, an ambassage, i. e. ambassadors, Luke 19:14.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α
1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση
2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι
3. διαπραγμάτευση
4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς», Θεία Λειτουργ.)
νεοελλ.
1. διπλωματική αντιπροσωπεία κράτους σε πρωτεύουσα ξένου κράτους
2. το ίδρυμα ή οίκημα όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπροσωπεία αυτή
αρχ.
1. η ηλικία πρεσβυτέρου, γηρατειά
2. τα δικαιώματα πρεσβυτέρου
3. υψηλή κοινωνική θέση, αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. λ. πρέσβυς)].