ῥοδωνιά: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> buisson de roses;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> buisson de roses;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ῥοδωνιά]], ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάφυτος]] με τριανταφυλλιές, [[κήπος]] με [[ρόδα]] («[[ῥοδωνιά]]<br />ἡ τῶν ῥόδων [[φυτεία]]», λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> [[ροδή]], [[τριανταφυλλιά]] («τῆς ῥοδωνιᾱς τοῡ ἄνθους δρεψάμενοι», Μέγ. Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ροδοδάφνη]]<br /><b>2.</b> η [[ροδάκανθα]], η αγριοτριανταφυλλιά<br /><b>3.</b> [[ποικιλία]] κλήματος με ροδόχρωμα σταφύλια<br /><b>4.</b> [[γλύκισμα]] με ροδοπέταλα<br /><b>5.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>6.</b> το ανδρικό [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥοδών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rose-bed, garden of roses, Hecat. 37 J., D.53.16, etc.; the rose, Thphr.HP2.2.1, 6.1.1, Ael.NA14.24. II vine with rose-coloured grapes, Phot. III = ῥοδοδάφνη, Id., AB299. IV = ῥοδουντία, Aemilian. ap. Ath.9.406a. V = ῥόδον 111, Cratin.109. VI gloss on Ἀφροδίτης ἀκάνθη (sic), prob. = ῥοδάκανθα, Cyran.27.
German (Pape)
[Seite 847] ἡ, 1) Rosenstrauch, Rosenhecke, Rosengarten; τὴν ῥοδωνιὰν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν, Dem. 53, 16; αἱ ἐν ῥοδωνιαῖς κάλυκες, Rosenknospen, Ael. H. A. 14, 24, u. a. Sp. Auch, wie ῥόδον, von der weiblichen Schaam, Hesych.; Cratin. bei Schol. Theocr. 11, 10. – 2) eine Weinrebe mit goldgelber Traube, B. A. 299. – 3) = ῥοδοδάφνη, B. A. 299 u. a. VLL, – Bei Ath. IX, 406 ist ῥοδωνία (so accentuirt) λοπάς ein wir Rosen zubereitetes Gericht. wie ῥοδόμ ηλον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδωνιά: ἡ, (ῥόδον) τόπος κατάφυτος ἐκ ῥόδων, κῆπος ῥόδων, Λατ. rosarium, Δημ. 1251. 27, κτλ.· θάμνος ῥοδῆς, «τριανταφυλλιά», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2,1, Αἰλ. π. Ζῴων 14. 24, πρβλ. ἰωνιά. ΙΙ. ἄμπελος μετὰ σταφυλῶν ῥοδοχρόων, Φώτ. ΙΙΙ. = ῥοδοδάφνη Φώτ., Α. Β. 299. ΙV. = ῥοδουντία, Ἀθήν. 406Α. V. = ῥόδον ΙΙ., Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 5. ― Ἕτεροι γράφουν ῥοδωνία (παροξ.) ἴδε Lob. Paral. 317.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 buisson de roses;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: ῥόδον.
Greek Monolingual
η / ῥοδωνιά, ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ
1. τόπος κατάφυτος με τριανταφυλλιές, κήπος με ρόδα («ῥοδωνιά
ἡ τῶν ῥόδων φυτεία», λεξ. Σούδα)
2. ροδή, τριανταφυλλιά («τῆς ῥοδωνιᾱς τοῡ ἄνθους δρεψάμενοι», Μέγ. Βασ.)
αρχ.
1. η ροδοδάφνη
2. η ροδάκανθα, η αγριοτριανταφυλλιά
3. ποικιλία κλήματος με ροδόχρωμα σταφύλια
4. γλύκισμα με ροδοπέταλα
5. το γυναικείο αιδοίο
6. το ανδρικό αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδών, -ῶνος + κατάλ. -ιά].