ὑπτιάζω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se coucher, tomber à la renverse;<br /><b>2</b> se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter à la renverse ; <i>Pass.</i> être couché à la renverse;<br /><b>2</b> lier en arrière : [[τὰς]] χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]]. | |btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se coucher, tomber à la renverse;<br /><b>2</b> se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter à la renverse ; <i>Pass.</i> être couché à la renverse;<br /><b>2</b> lier en arrière : [[τὰς]] χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
(ὕπτιος)
A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204. II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132. 2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1. B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf. ὕπτιος 11) LXXJb.11.13:—Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph.822; ὑπτιαζόμενοι lying on their backs, J.BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6. 2 Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11. 3 upset, ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; relax, [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461. II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιάζω: μέλλ. -άσω· (ὕπτιος)· ― κεῖμαι ὕπτιος, ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων βόλος, ἀτυχὴς βόλος τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ πρανής, Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι ἄφροντις, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., κάμπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. ὕπτιος ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ κεφαλή του κλίνει πρὸς τὰ ὀπίσω, Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ νῶτον, ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο (πρβλ. ὕπτιος IV) αὐτόθι 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
I. intr. 1 se coucher, tomber à la renverse;
2 se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;
II. tr. 1 jeter à la renverse ; Pass. être couché à la renverse;
2 lier en arrière : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ὕπτιος.
Greek Monolingual
ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).