συντυχία: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(SL_2) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[συντυχία]] <br /> <b>a</b> [[success]] ταύταις ἐπὶ συντυχίαις (P. 1.36) <br /> <b>b</b> [[misfortune]] νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.38) | |sltr=[[συντυχία]] <br /> <b>a</b> [[success]] ταύταις ἐπὶ συντυχίαις (P. 1.36) <br /> <b>b</b> [[misfortune]] νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.38) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α<br /><b>1.</b> [[συζήτηση]], κουβεντολόι<br /><b>2.</b> τυχαία [[σύμπτωση]] γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, [[συγκυρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[συνάντηση]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] συνάντησης («[[εκεί]] 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καλή [ή κακή] [[συντυχία]]» — καλό [ή [[κακό]]] [[συναπάντημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συναναστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβάν]], [[περιστατικό]]<br /><b>2.</b> α) ευτυχές [[γεγονός]]<br />β) [[δυστύχημα]]<br /><b>3.</b> [[παρέμβαση]], [[μεσολάβηση]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συντυχίαι</i><br />οι περιστάσεις της ζωής<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [τινα] συντυχίαν» <br />α) τυχαία (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) στ' [[αλήθεια]], στην [[πραγματικότητα]], <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συντυχ</i>- του αορ. β' <i>συν</i>-<i>έ</i>-<i>τυχ</i>-<i>οντον [[συντυγχάνω]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>συντυχής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A occurrence, happening, incident, freq. with a qualifying epithet, ἀγαθή Thgn.590 = Sol.13.70; σ. κρυόεσσα Pi.I.1.38; δεινὴ καὶ μεγάλη Hdt.3.43; κατὰ σ. ἀγαθήν Ar.Av.544 (lyr.); καλὴ ἡ ξ, the conjuncture is fair, Th.1.33; ἐρωτικὴ ξ. an incident of a love-affair, Id.6.54: without any qualifying word, μεταλλαγαὶ συντυχίας changes of fortune, E.HF766 (lyr.); σ. τις τοιαύτη ἐπεγένετο Hdt.3.121; συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη Id.5.41; θυμοῦμαι τῇ ξ. Ar.Ra.1006 (anap.); ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας . . ἔσχεν according to the circumstances of each party, Th.7.57; ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξ. at the very moment of action, Id.3.112; ἀπὸ τοιαύτης ξ. Id.5.11; κατὰ συντυχίην by chance, Hdt.3.74, 9.21; κατά τινα σ. Plb.10.32.3, Gal.16.837; κατὰ σ. also, as it happens, as a matter of fact, OGI 331.19 (Pergam., ii B.C.): pl., the chances or incidents of life, circumstances, Th.3.45. 2 abs. also, acc. to the context, of good or evil chances, a happy event, success, Pi.P.1.36 (pl.); συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ Hdt.1.68; θεῶν ἐπὶ συντυχίαις the happy issues due to them, S.Ant.157 (anap.). b mishap, mischance, ξυντυχίᾳ βαρυνόμενοι Cratin.166, cf. E.Tr.1119 (anap.), El.1358 (anap.), Pl. Phdr.248c, etc. c μειράκιον . . ἀποσκορακίσαν τὴν τοῦ Πυθαγόρου σ. the intervention of P., Iamb.VP25.112.
Greek (Liddell-Scott)
συντῠχία: Ἰων. -ίη, ἡ, σύμπτωσις, τυχαία περίπτωσις, συγκυρία, τύχη, τὸ δὲ εἶδος τῆς συντυχίας ὁρίζεται δι’ ἐπιθέτου, ἀγαθὴ Θέογν. 590, Σόλων 13. 70· σ. κρυόεσσα Πινδ. Ι. 1, 54· δεινὴ καὶ μεγάλη Ἡρόδ. 3. 43· κατὰ σ. ἀγαθὴν Ἀριστοφάν. Ὄρν. 544· καλὴ ἡ ξ., ἡ περίπτωσις εἶναι καλή, Θουκ. 1. 33· ἐρωτικὴ ξ., συμβὰν ἐρωτικόν, ὁ αὐτ. 6. 54· ― ἀκολούθως ἄνευ προσδιορισμοῦ, μεταλλαγαὶ ξυντυχίας, μεταβολαὶ τῆς τύχης, Εὐριπ. Ἡρακλ. Μαιν. 766· σ. τις τοιαύτη ἐγένετο Ἡρόδ. 3. 121· συντυχίῃ ταύτῃ χρᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 41· θυμοῦμαι τῇ ξ. Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1006· ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας… ἔσχεν, κατὰ τὴν τύχην ἢ τὰς περιστάσεις ἑκάστου, Θουκ. 7. 57· ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξ., κατ’ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀπὸ τοιαύτης ξ. ὁ αὐτ. 5. 11· κατὰ συντυχίην, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, τυχαίως, Ἡρόδ. 3, 74., 9. 21· κατά τινα σ. Πολύβ. 10. 32, 3· ― ἐν τῷ πληθ., τὰ συμβεβηκότα, αἱ τύχαι τοῦ βίου, αἱ περιστάσεις, Θουκ. 3. 45. 2) ἀπολ., ὡσαύτως, κατὰ τὴν τοῦ λόγου συνέχειαν ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης, ἐπὶ εὐτυχίας ἢ δυστυχίας, α) εὐτυχὲς συμβάν, ἐπιτυχία, Πινδ. Π. 1. 70· συντυχίῃ χρᾶσθαι καὶ σοφίῃ Ἡρόδ. 1. 66· θεῶν ἐπὶ συντυχίαις, ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις, αἱ ὁποῖαι ἐξ αὐτῶν προέρχονται, Σοφ. Ἀντ. 158. β) δυστυχία, δυστύχημα, συντυχίᾳ βαρυνόμενοι Κρατῖν. ἐν «Πλούτῳ» 7, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1119, ἐν Ἠλ. 1358, Ἡρ. Μαιν. 766. Πλάτ. Φαῖδρ. 248C. ΙΙ. μεταγεν., συναναστροφή, γνωριμία, Συνεσ. Ἐπιστ. 100, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rencontre, càd conjoncture, événement : ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν THC chacun suivant les circonstances ; ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξυντυχίᾳ THC au moment précis de l’action ; ἀπὸ τοιαύτης ξυντυχίας THC par suite d’une telle rencontre ; κατὰ συντυχίην (ion.) HDT par hasard ; αἱ συντυχίαι les hasards de la vie, les circonstances, les événements ; abs. événement heureux ou malheureux.
Étymologie: συντυγχάνω.
English (Slater)
συντυχία
a success ταύταις ἐπὶ συντυχίαις (P. 1.36)
b misfortune νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.38)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α
1. συζήτηση, κουβεντολόι
2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. τόπος συνάντησης («εκεί 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)
3. φρ. «καλή [ή κακή] συντυχία» — καλό [ή κακό] συναπάντημα
μσν.
συναναστροφή
αρχ.
1. συμβάν, περιστατικό
2. α) ευτυχές γεγονός
β) δυστύχημα
3. παρέμβαση, μεσολάβηση
4. στον πληθ. αἱ συντυχίαι
οι περιστάσεις της ζωής
5. φρ. «κατά [τινα] συντυχίαν»
α) τυχαία (Ηρόδ.)
β) στ' αλήθεια, στην πραγματικότητα, επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντυχ- του αορ. β' συν-έ-τυχ-οντον συντυγχάνω μέσω ενός αμάρτυρου συντυχής].