τυρός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(eksahir) |
(42) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[queso]] | |esgtx=[[queso]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />το [[τυρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μεταξύ]] τυρού και αχλαδιού» <br />α) [[κατά]] το [[επιδόρπιο]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> παρεπιπτόντως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλούσαν [[τυρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χλωρὸς [[τυρός]]» — νωπό [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τυρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τυρ</i>-<i>ψος</i>) [[είναι]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. <i>t</i><i>ū</i><sup>i</sup><i>ri</i>- «πηγμένο [[γάλα]]» και <i>tu</i><sup>i</sup><i>rya</i>- «[[τυρί]]» και [[μέσο]] ινδ. <i>t</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[τυρί]]». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: <i>turoq</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τυρεύω]], [[τυρί]](<i>ον</i>), [[τυρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυράσιον]], [[τυρίδιον]], [[τυρίσκος]], [[τυρόεις]], [[τυρώ]] (Ι), [[τυρώ]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[Τυρινή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<i>΄</i> συνθετικό) [[τυροκομώ]], [[τυροποιός]], [[τυροπώλης]], <i>τυροτρύπτης</i>, [[τυροφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τυρόλφιτον</i>, [[τυροκλέπτης]], [[τυρόμαντις]], [[τυρόνωτος]], [[τυροξόος]], [[τυροπρασία]], [[τυροτάριχος]], [[τυροφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τυροβόλος]], [[τυροτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τυροαπόθεσις]], [[τυροκλόπος]], [[τυρολοιχός]], [[τυροψύκτης]], [[τυρώνυμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τυρόγαλα]]. (Β' συνθετικό) [[βούτυρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σησαμότυρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cheese, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν Il.11.639; οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Od.4.88; τ. ἐξ Ἀχαΐης Semon.23; τ. Σικελικός Ar.V.896, etc.; for Sicilian cheese, cf. Hermipp.63.9, Antiph.236, Philem.76: pl., PCair.Zen.110.25 (iii B. C.), al. 2 ὁ χλωρὸς τ. the fresh cheese, hence the cheese-market, Lys.23.6.—Cf. βούτυρον.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, Käse; Od. 4, 88. 9, 219; ὀπίας, Eur. Cycl. 136, u. oft; χλωρός, Ar. Ran. 959, wie Lys. 23, 6 (Käsemarkt, wie sonst οἱ τυροί); u. oft bei Athen.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυρί», ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ τυρὸν Ἰλ. Λ. 639· οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Ὀδ. Δ. 88· τυρὸς ἐξ Ἀχαιΐας Σιμωνίδης Ἀμοργ. 21· τ. Σικελικὸς Ἀριστοφ. Σφ. 896, κλπ.· περὶ τοῦ Σικελικοῦ τυροῦ πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 11, Φιλήμονα ἐν «Σικελικῷ» 2· ἴδε καὶ ὀπίας, χλωρὸς ΙΙΙ. 2) ὁ τυρός, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλεῖτο ὁ τυρός, Λυσί. 167, 8. ― Πρβλ. βούτυρον. [ῡ, ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις καὶ τοῖς συνθέτοις, Δράκων 88. 24, Schweigh εἰς Ἀθήν. 27F].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 fromage;
2 marché aux fromages.
Étymologie: DELG avest. tuiri « lait caillé », indien tura « fromage ».
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
το τυρί
νεοελλ.
φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού»
α) κατά το επιδόρπιο
β) συνεκδ. παρεπιπτόντως
αρχ.
1. το μέρος της αγοράς όπου πωλούσαν τυρί
2. φρ. «χλωρὸς τυρός» — νωπό τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τυρός (< τυρ-ψος) είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. tūiri- «πηγμένο γάλα» και tuirya- «τυρί» και μέσο ινδ. tūra «τυρί». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: turoq.
ΠΑΡ. τυρεύω, τυρί(ον), τυρώδης
αρχ.
τυράσιον, τυρίδιον, τυρίσκος, τυρόεις, τυρώ (Ι), τυρώ (ΙΙ)
μσν.- νεοελλ.
Τυρινή.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) τυροκομώ, τυροποιός, τυροπώλης, τυροτρύπτης, τυροφάγος
αρχ.
τυρόλφιτον, τυροκλέπτης, τυρόμαντις, τυρόνωτος, τυροξόος, τυροπρασία, τυροτάριχος, τυροφόρος
αρχ.-μσν.
τυροβόλος, τυροτόμος
μσν.
τυροαπόθεσις, τυροκλόπος, τυρολοιχός, τυροψύκτης, τυρώνυμος
μσν.- νεοελλ.
τυρόγαλα. (Β' συνθετικό) βούτυρο(ν)
αρχ.
σησαμότυρον.