μετατάσσω: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μετατάσσω]], Α αττ. τ. μετατάττω) [[τάσσω]]<br />[[τάσσω]] [[αλλού]], [[μεταθέτω]], [[μεταφέρω]] σε [[άλλη]] [[θέση]], [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] αξιωματικό από ένα [[σώμα]] ή όπλο σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μεταθέτω]] [[δημόσιο]] υπάλληλο από μια [[υπηρεσία]] σε [[άλλη]] παρεμφερή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]], [[ενθέτω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μετατάσσομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] την [[τάξη]] της μάχης, την [[παράταξη]] του στρατού στη [[μάχη]]<br />β) [[προσχωρώ]] σε [[άλλη]] [[μερίδα]], [[μεταπηδώ]] σε [[άλλη]] [[πολιτική]] ή στρατιωτική [[παράταξη]] («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) [[αναβάλλω]] [[δοκιμασία]] ή [[δίκη]].
|mltxt=(ΑΜ [[μετατάσσω]], Α αττ. τ. μετατάττω) [[τάσσω]]<br />[[τάσσω]] [[αλλού]], [[μεταθέτω]], [[μεταφέρω]] σε [[άλλη]] [[θέση]], [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] αξιωματικό από ένα [[σώμα]] ή όπλο σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μεταθέτω]] [[δημόσιο]] υπάλληλο από μια [[υπηρεσία]] σε [[άλλη]] παρεμφερή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]], [[ενθέτω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μετατάσσομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] την [[τάξη]] της μάχης, την [[παράταξη]] του στρατού στη [[μάχη]]<br />β) [[προσχωρώ]] σε [[άλλη]] [[μερίδα]], [[μεταπηδώ]] σε [[άλλη]] [[πολιτική]] ή στρατιωτική [[παράταξη]] («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) [[αναβάλλω]] [[δοκιμασία]] ή [[δίκη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]] — Μέσ., [[αλλάζω]] στη [[μάχη]], σε Ξεν.· <i>μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους</i>, [[αναθεωρώ]] και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.
}}
}}