κυρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[κύρω]]: 1st aorist infinitive κυρῶσαι; [[perfect]] [[passive]] participle κεκυρωμενος; ([[κῦρος]] the [[head]], [[that]] [[which]] is [[supreme]], [[power]], [[influence]], [[authority]]); from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; to [[make]] [[valid]]; to [[confirm]] [[publicly]] or solemnly, to [[ratify]]: διαθήκην, [[passive]] ἀγάπην [[εἰς]] τινα, to [[make]] a [[public]] [[decision]] [[that]] [[love]] be shown to a [[transgressor]] by granting him [[pardon]], [[προκυρόω]].)  
|txtha=[[κύρω]]: 1st aorist infinitive κυρῶσαι; [[perfect]] [[passive]] participle κεκυρωμενος; ([[κῦρος]] the [[head]], [[that]] [[which]] is [[supreme]], [[power]], [[influence]], [[authority]]); from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; to [[make]] [[valid]]; to [[confirm]] [[publicly]] or solemnly, to [[ratify]]: διαθήκην, [[passive]] ἀγάπην [[εἰς]] τινα, to [[make]] a [[public]] [[decision]] [[that]] [[love]] be shown to a [[transgressor]] by granting him [[pardon]], [[προκυρόω]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[επικυρώνω]], [[επιβεβαιώνω]], [[εγκρίνω]], [[καθορίζω]], Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., [[εκτελώ]] τους σκοπούς μου, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται [[τέλος]], το [[τέλος]] έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· <i>πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς</i>, [[πριν]] εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., <i>ἐκεκύρωτο συμβάλλειν</i>, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· <i>ἐκυρώθη ναυμαχέειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κ. [[δίκην]], [[αποφαίνομαι]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρόω Medium diacritics: κυρόω Low diacritics: κυρόω Capitals: ΚΥΡΟΩ
Transliteration A: kyróō Transliteration B: kyroō Transliteration C: kyroo Beta Code: kuro/w

English (LSJ)

fut. -ώσω Hdt.6.86.β: (κῦρος):—

   A confirm, ratify, δόμοις . . τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν A.Pers.227 (troch.); τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ib.521; ταῦτα Hdt.l.c.; τὸν γάμον Id.6.126; ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Th.8.69; Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας Ar.Th.369 (lyr.); μοῖραν Pl.R. 620e; τὴν γνώμην Plb.1.11.1; τὰς διαλύσεις Id.1.17.1:—Med., accomplish one's end, λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα Pl.Grg.451c, cf. d:—Pass., to be ratified, determined, ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ Hdt.6.130; οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ πρῆγμα Id.8.56, cf. Th.4.125; τοὺς κυρωθέντας [τῶν νόμων] And.1.85, cf. D.20.93; τὸ ψήφισμα τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων IG7.303.45 (Orop.); κυρωθέντος τοῦ δόγματος Plb.1.11.3; of a contract, to be sanctioned, PPetr.2p.44 (iii B.C.); in auctions, to be knocked down, BGU992i9 (ii B.C.); ὁ κυρωθείς the highest bidder, to whom an object is knocked down, PRev.Laws 48.17 (iii B.C.): generally, ποῖ κεκύρωται τέλος; at what point hath the end been fixed or determined? A.Supp.603, cf. Ch.874, E.Hipp.746 (v.l.); πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς before it has been accomplished, Id.El.1069: c. inf., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν it had been decided to fight, Hdt.6.110; ἐκυρώθη ναυμαχέειν Id.8.56.    2 κ. δίκην decide it, A.Eu.581, 639.    3 c. acc. et inf., decree or ordain that... τηρηθῆναι τὸν νόμον Arist.Fr. 593.    4 of arguments or doctrines, confirm, establish, Phld.Po. Herc.1676.3; κ. ὅτι . . Id.Sign.7.

German (Pape)

[Seite 1537] bestätigen, bekräftigen, begründen; φάτιν Aesch. Pers. 223; ἐπειδὴ τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ὑμῶν 517; δίκην, entscheiden, Eum. 551, vgl. 609; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγὰς τῆς θυγατρός Eur. El 1069, d. i. ehe das Opfer vollzogen worden; Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας, bestätige, genehmige dies, Ar. Th. 369; – bes. im Staate, von der höchsten Gewalt, Etwas beschließen, bestätigen, festsetzen; Her. 6, 86, 2; ὡς κυρώσοντος Κλεισθένεος τὸν γάμον ἐν ἐνιαυτῷ 6, 126; οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα 8, 56; ἐπειδὴ ὴ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Thuc. 8, 69; νόμοι κυρούμενοι Andoc. 1, 84; παρ' ὑμῖν πάντα κυροῦται Dem. Lpt. 93; Sp., wie Pol., τοῦ δήμου κυρώσαντος τὰς διαλύσεις 17, 1, κυρωθέντος τοῦ δόγματος ὑπὸ τοῦ δήμου 11, 3. – Eben so im med., αὕτη λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα, bringt es zur Erfüllung, vollendet Alles, Plat. Gorg. 451 c, u. αἱ λόγῳ πᾶν κυρούμεναι, Künste, die nur durch die Rede ihre Bestimmung erreichen, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρόω: (κῦρος) κάμνω τι ἔγκυρον, ἰσχῦον, ἐπιβεβαιῶ, ἐπικυρῶ, ἐκτελῶ, ὁρίζω, Λατ. ratum facere, δόμοις... τήνδ’ ἐκύρωσας φάτιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 227· φάτις τῇδ’ ἐκύρωσεν τόδε αὐτόθι 521· ταῦτα Ἡρόδ. 6. 86, 2· τὸν γάμον αὐτόθι 126· ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Θουκ. 8. 69· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 369· τὴν μοῖραν Πλάτ. Πολ. 620Ε· τὴν γνώμην, τὸ δόγμα, τὴν ψῆφον Πολύβ. 1. 11, 1, κτλ. ― Μέσ., ἐκτελῶ τοὺς σκοπούς μου, λόγῳ κυροῦσθαι τὰ πάντα Πλάτ. Γοργ. 451C, D. ― Παθ., νομιμοποιοῦμαι, ὁρίζομαι κτλ., πρὶν κυρωθῆναι τό... πρῆγμα Ἡρόδ. 8. 56, πρβλ. Θουκ. 4. 125· τοὺς κυρωθέντας τῶν νόμων Ἀνδοκ. 11. 36, πρβλ. Δημ. 485. 13· τὸ ψήφισμα τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 45, κ. ἀλλ., πρβλ. ἐπικυρόω· ― καθόλου, ποῖ κεκύρωται τέλος; εἰς ποῖον σημεῖον τὸ τέλος ἔχει ὁρισθῆ ἢ προσδιορισθῆ; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 603, πρβλ. Χο. 874· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πρὶν ἢ ἐκτελεσθῶσι, Εὐρ. Ἠλ. 1069· ― μετ’ ἀπαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνῃ ἡ μάχη, Ἡρόδ. 6. 110, πρβλ. 130· ἐκυρώθη ναυμαχέειν ὁ αὐτ. 8. 56. 2) κ. δίκην, ἀποφασίζω αὐτήν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 581, 639. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ ὁρίζω νά..., τηρηθῆναι τὸν νόμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 551.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 donner force de loi à, acc. ; sanctionner, ratifier, acc.;
2 faire prévaloir une décision, décider : ἐκεκύρωτο συμβάλλειν HDT il avait été décidé qu’on en viendrait aux mains;
3 décider, trancher : δίκην ESCHL un procès.
Étymologie: κῦρος.

English (Strong)

from the same as κύριος; to make authoritative, i.e. ratify: confirm.

English (Thayer)

κύρω: 1st aorist infinitive κυρῶσαι; perfect passive participle κεκυρωμενος; (κῦρος the head, that which is supreme, power, influence, authority); from Aeschylus and Herodotus down; to make valid; to confirm publicly or solemnly, to ratify: διαθήκην, passive ἀγάπην εἰς τινα, to make a public decision that love be shown to a transgressor by granting him pardon, προκυρόω.)

Greek Monotonic

κῡρόω: μέλ. -ώσω,
1. επικυρώνω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, καθορίζω, Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., εκτελώ τους σκοπούς μου, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται τέλος, το τέλος έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πριν εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· ἐκυρώθη ναυμαχέειν, στον ίδ.
2. κ. δίκην, αποφαίνομαι, σε Αισχύλ.