ἐμπρήθω: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(11)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπρήθω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[φυσώ]], [[εμφυσώ]], [[εξογκώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει («ἐν δ' [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[πυρπολώ]] («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐμπρήθω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[φυσώ]], [[εμφυσώ]], [[εξογκώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει («ἐν δ' [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[πυρπολώ]] («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπρήθω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[φυσώ]] μέσα σε [[κάτι]], [[φουσκώνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἐμπεπρημένη ὗς</i>, πρησμένο, φουσκωμένο θηλυκό [[γουρούνι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἐμπίπρημι]], [[καίω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρήθω Medium diacritics: ἐμπρήθω Low diacritics: εμπρήθω Capitals: ΕΜΠΡΗΘΩ
Transliteration A: emprḗthō Transliteration B: emprēthō Transliteration C: empritho Beta Code: e)mprh/qw

English (LSJ)

   A blow up, inflate, of the wind, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481:—Pass., to be bloated or swollen, ἐμπεπρησμένης ὑός Ar.V.36 (-πρημ- cod. R), cf. Gal. ap. Orib.8.19.7.    II burn, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ Il.9.589:—Pass., Ath.Med. ap. Orib.1.2.4; cf. ἐμπίμπρημι.

German (Pape)

[Seite 817] = ἐμπίπρημι; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst ἐνιπρῆσαι, verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον, der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρήθω: μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481· ἴδε πρήθω: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. καίω, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος ἐμπίπρημι.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνέπρηθον, f. ἐμπρήσω, ao. ἐνέπρησα;
brûler, incendier.
Étymologie: ἐν, πρήθω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐνέπρηθον, ἐνιπρήσω, fut. inf. ἐμπρήσειν, aor. ἐνέπρησε, ἔμπρησε, subj. ἐνιπρήσωσι: (1) of wind, blow into, fill the sail, Od. 2.427. —(2) of fire, kindle; νῆας, ἄστυ, νεκρούς, Il. 8.182; usually with πυρί, also πυρός (part. gen.), Il. 9.242, Il. 16.82.

Spanish (DGE)

quemar, incendiar μέγα ἄστυ Il.9.589, v. ἐμπίμπρημι.

English (Strong)

from ἐν and pretho (to blow a flame); to enkindle, i.e. set on fire: burn up.

English (Thayer)

1st aorist ἐνέπρησα; from Homer down; the Sept. for שָׂרַף and הִצִית; to burn; destroy by fire: τήν πόλιν, Matthew 22:7.

Greek Monolingual

ἐμπρήθω (Α)
1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.)
2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐμπρήθω: μέλ. -σω (ἐν
I. φυσώ μέσα σε κάτι, φουσκώνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐμπεπρημένη ὗς, πρησμένο, φουσκωμένο θηλυκό γουρούνι, σε Αριστοφ.
II. = ἐμπίπρημι, καίω, σε Ομήρ. Ιλ.