ἐπιβιβάζω: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(13) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιβιβάζω]]) [[βιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβάζω]] ή [[καλώ]] κάποιον να ανέβει στο [[πλοίο]] για να ταξιδέψει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μπαίνω]] στο [[πλοίο]] για να ταξιδέψω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>επιβιβάζομαι</i><br />[[μπαίνω]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] για να ταξιδέψω<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] ή [[αναγκάζω]] το [[αρσενικό]] ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποια [[θέση]]. | |mltxt=(AM [[ἐπιβιβάζω]]) [[βιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβάζω]] ή [[καλώ]] κάποιον να ανέβει στο [[πλοίο]] για να ταξιδέψει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μπαίνω]] στο [[πλοίο]] για να ταξιδέψω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>επιβιβάζομαι</i><br />[[μπαίνω]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] για να ταξιδέψω<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] ή [[αναγκάζω]] το [[αρσενικό]] ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποια [[θέση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιβῐβάζω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], [[βάζω]] κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ [[τὰς]] [[ναῦς]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
(fut.
A -βιβῶ LXXHo.10.11, Hb.3.15), causal of ἐπιβαίνω, put one upon, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Th.4.31; τινὰ ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος Ev.Luc.10.34:—Pass., Apollod.3.1.1.
German (Pape)
[Seite 929] darauf gehen lassen, -setzen, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc. 6, 65; εἰς πλοῖον Plat. Ep. VII, 329 c; Sp.; ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος N. T. – Pass., besteigen, Apolld. 3, 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβῐβάζω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Θουκ. 4. 31:- Παθ., Ἀπολλόδ. 3. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
faire monter sur : ἐπὶ ναῦς faire embarquer.
Étymologie: ἐπί, βιβάζω.
English (Strong)
from ἐπί and a reduplicated derivative of the base of βάσις (compare ἀναβιβάζω); to cause to mount (an animal): set on.
English (Thayer)
1st aorist ἐπεβίβασα; to cause to mount; to place upon (cf. ἐπί, D. 3): τινα or τί ἐπί τί, Thucydides, Plato, Diodorus, others; the Sept. several times for הִרְכִּיב.)
Greek Monolingual
(AM ἐπιβιβάζω) βιβάζω
1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει
2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω
νεοελλ.
επιβιβάζομαι
μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό
2. τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση.
Greek Monotonic
ἐπιβῐβάζω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, βάζω κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς, σε Θουκ.